Μία από τις καλύτερες στιγμές, κατά τη γνώμη μου, της σειράς των ταινιών του James Bond είναι μία σκηνή από την έναρξη της ταινίας του 1973:
“Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν” (Live and Let Die) με τον Ρότζερ Μουρ.
Ο τίτλος βέβαια δεν διακρίνεται για τα φιλανθρωπικά του αισθήματα αλλά η αρχική σκηνή είναι θαυμάσια. Την περιγράφω:
Ένας λευκός τύπος εμφανώς πράκτορας παρακολουθεί στην Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνας, μία κηδεία. Χαρακτηριστική κηδεία με μουσική και χορό, όπως συνηθίζεται εκεί. Η μαύρη χήρα υποβαστάζεται από τους δύο μάλλον γιους της με τα χαρακτηριστικά φουντωτά μαλλιά!
Τότε τον πλησιάζει ένας μαύρος, όχι εύσωμος, αλλά με ύποπτο βλέμμα. Ο πράκτοράς μας γυρίζει, τον κοιτάζει και τον ρωτά:
“Τίνος κηδεία είναι αυτή;”
Και αυτός του απαντά:
“Η δική σου”, μπήγοντας του ταυτόχρονα ένα μαχαίρι στα πλευρά.
Οι βαστάζοι του φέρετρου πλησιάζουν, το τοποθετούν από πάνω από το πτώμα του, το οποίο με κινηματογραφικό τρόπο πλέον μπαίνει στο φέρετρο και συνεχίζουν αλλάζοντας όμως τον ρυθμό της μουσικής από πένθιμο σε εύθυμο!
Ο σκοπός εξετελέσθη!
Η σκηνή αυτή μου αρέσει πάρα πολύ, για δύο λόγους:
Πρώτον είναι όντως ευφυέστατη στη σύλληψη της και
Δεύτερον διότι δείχνει τι ακριβώς συμβαίνει όταν ζούμε παρακαλουθώντας την κηδεία μας, δηλαδή όταν ζούμε κάτω από τις δυνατότητές μας. Μόλις ο κακός εαυτός μας πεθάνει αρχίζει και ο χορός.
Υψηλής στάθμης ψυχανάλυση από μία ταινία τύπου Bond, James Bond!
Να παρακαλάτε μόνο να βρεθεί κάποιος με ένα μαχαίρι να το κάνει.