Ο Αντρέ Μπαζέν πίστευε πως οι ταινίες θα έπρεπε να γίνονται από τα αποσπάσματα της ακατέργαστης πραγματικότητας, ώστε το μυαλό να μπορεί να συλλάβει σχέσεις. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο τα σπαράγματα αυτής της πραγματικότητας δύνανται να δεχθούν πολλαπλές ερμηνείες και η σημασία τους να αναδειχθεί μέσα από το αμφίσημο και το πολυσήμαντο.
Ίσως η προηγούμενη παράγραφος να είναι αρκετά πολύπλοκη στα νοήματά της. Ωστόσο το πνεύμα των προτάσεων συμπυκνώνεται στη φράση πως σκοπός της κινηματογραφικής τέχνης ή τουλάχιστον ένας από τους σκοπούς της είναι όχι η κατάδειξη αλλά η αποκάλυψη.
Ο θεατής μέσω των ιδεών, τις οποίες προσλαμβάνει δια μέσου της οθόνης προβληματίζεται, επιχειρεί σε τομείς του εγκεφάλου του έξω από τα καθιερωμένα, επιχειρώντας ταυτοχρόνως να σκηνοθετήσει ο ίδιος την δική του νοηματική ταινία. Και πάντα το καταφέρνει.
Κατά κάποιον τρόπο οι εικόνες στην οθόνη αποτελούν έναν υποθετικό κινητήρα, ο οποίος συνδέεται με τους εγκεφαλικούς “κινητήρες” των θεατών, συγχρονίζεται μαζί τους και ολόκληρο το σύστημα τίθεται σε διαρκή λειτουργία κατά τη διάρκεια της προβολής.
Ποιο είναι το εκπληκτικό;
Πως οι κινητήρες συνεχίζουν αδιάκοπα να εργάζονται και μετά τη λήξη της ταινίας ενώ αν και συγχρονισμένοι παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα και κάθε θεατής φεύγει με μία ξεχωριστή εικόνα ή ερμηνεία των όσων έχει παρακολουθήσει. Το μήνυμα τότε της ταινίας δεν είναι η χαλιναγώγηση αλλά το ερέθισμα.
Όλα τα προηγούμενα ωστόσο δεν καλύπτουν –προφανώς- το φάσμα της κινηματογραφικής τέχνης -κάθε άλλο- ωστόσο αποτελούν την προσωπική μου προσέγγιση και τον τρόπο γραφής ενός σεναρίου ή μίας ταινίας.