Διηγείται ο γνωστός σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης (το καταγράφω αυτούσιο):
Όταν επρόκειτο να γυρίσω την πρώτη μου “ελληνική” ταινία ο παραγωγός μου μ΄ έστησε απέναντί του -στις έξι η ώρα κάποιο πρωί!- και μου αποκάλυψε το μυστικό της εμπορικότητας του κινηματογράφου στη χώρα μας:
“Άκουσε παιδί μου” μου είπε, “μπαίνει ένας εργάτης σε πατσατζίδικο της οδού Αθηνάς και ζητάει πατσά. Και αντί για πατσά του φέρνουνε ένα σνίτσελ βιεννουά! Τι θα κάνει, ξέρεις; Θα τους το πετάξει στα μούτρα. Ε, λοιπόν οι Έλληνες θεατές ζητάνε πατσά και αν επιχειρήσεις να τους γελάσεις, χάθηκες κι εσύ κι εγώ!”
Αυτή ακριβώς η λογική διέπει τα κανάλια της αθλιότητας, τις φυλλάδες του κίτρινου τύπου, τις λαϊκίστικες (δήθεν) προοδευτικές κυβερνήσεις, τα κάθε είδους σκουπίδια, τα οποία όμως “πουλάνε”.
Διαφωνώ ριζικά, το γνωρίζετε, δεν το σχολιάζω.
Αλλά εδώ υπάρχει και μία ηλιθιότητα. Ο πατσάς κοστίζει, ας υποθέσουμε 3 ευρώ (και το κέρδος είναι τα 2), ενώ το σνίτσελ βιεννουά 9 ευρώ (και το κέρδος είναι 6). Επένδυσε να τον μάθεις στο σνίτσελ (λέμε τώρα, υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα προσιτά εδέσματα) και θα τριπλασιάσεις τα κέρδη σου. Ούτε αυτό όμως δεν μπορούν να σκεφτούν και στο τέλος χρεοκοπούν όλοι!
Viva Patsas!