Εντελώς συμπτωματικά διαπίστωσα πως το Μακεδονία TV (την Μακεδονία με έδρα την Θεσσαλονίκη εννοώ) προβάλει κάθε βράδυ μία μίνι σειρά 10 επεισοδίων με τον χαρακτηριστικό τίτλο Pacific (Ειρηνικός). Αναφέρεται στις φοβερές μάχες την περίοδο του Β΄ ΠΠ στον “ήρεμο” μεγάλο ωκεανό. Ειδικότερα περιγράφει την ιστορία σε τρεις λόχους Αμερικανών πεζοναυτών και βασίζεται στα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών.
Την σειρά επιμελήθηκαν ως παραγωγοί ο Στήβεν Σπήλμπεργκ με τον Τομ Χανκς και πολλοί γνωστοί ακόμα και είναι παρεμπιπτόντως η ακριβότερη τηλεοπτική παραγωγή, η οποία γυρίστηκε ποτέ με προϋπολογισμό 100 εκ. δολαρίων και τελικό κόστος 200 εκ. δολαρίων ίσως και πολύ περισσότερο (βλέπετε δεν συμβαίνουν αυτά μόνο στην Ελλάδα)!
Κάποια στιγμή μετά από τις αποβάσεις – μάχες στο Γκουανταλκανάλ και κάποια άλλα νησιά του Ειρηνικού, οι πεζοναύτες επιστρέφουν για ξεκούραση και αναψυχή στην Αυστραλία και συγκεκριμένα στην Μελβούρνη (για την περίπτωση μας). Εκεί τα νέα παιδιά συναντούν τις Αυστραλέζες και δημιουργούνται ενδιαφέρουσες ανθρώπινες καταστάσεις.
Ο πρωταγωνιστής (αληθινό πρόσωπο, ο οποίος απεβίωσε μάλιστα το 2001) συναντά μία πολύ γλυκιά κοπέλα, η οποία μαθαίνουμε πως είναι Ελληνοπούλα, κόρη Ελλήνων μεταναστών – προσφύγων από τη Σμύρνη. Η προσέγγιση του Στήβεν στην Ελληνική οικογένεια είναι άψογη, ακριβής και άκρως συγκινητική. Ο Στήβεν κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι καλός σκηνοθέτης. Είναι όμως ιδιαίτερα εμπορικός χρησιμοποιώντας σε μέγιστο βαθμό αυτόν τον γλυκανάλατο συναισθηματισμό με μία χαρακτηριστική (σχεδόν παρόμοια σε κάθε του παραγωγή) μουσική επένδυση.
Προσωπικά σιχαίνομαι τους συναισθηματισμούς, διότι είναι εντελώς επιφανειακά – επιδερμικά συναισθήματα, αλλά ο Στήβεν έχοντας συλλάβει το νόημα μπορεί πολύ εύκολα να τα προκαλέσει στους θεατές του. Αλλά μη νομίζετε· είναι όπως τα… συναισθήματα των Σταυροφόρων, οι οποίοι αφού έσφαζαν, βίαζαν, καταλήστευαν κλπ, κατόπιν γονατιστοί προσεύχονταν κλαίγοντας αιτούμενοι… συγχώρεση.
Αντιπαρέρχομαι τα προηγούμενα και επιστρέφω στο θέμα μας. Η Ελληνική οικογένεια, την οποίαν με τόσο σεβασμό και ακρίβεια παρουσιάζει ο Στήβεν με τις εικόνες της, τις φωτογραφίες της, τις θύμησές της και τον καημό μιας εξαναγκαστικής ξενιτιάς αγκαλιάζει τον Αμερικανό λοχία πεζοναύτη με τον καλύτερο τρόπο. Και αυτός όμως ανταποκρίνεται ανάλογα με της γνήσιες αξίες της Αμερικής. Τα παιδιά χαίρονται τον έρωτά τους, τον φιλοξενούν εξ΄ άλλου στο σπίτι τους, τον αγαπούν και τον εντάσσουν εντελώς άδολα στην ζωή τους. Υπ΄ όψιν ένας από τους σεναριογράφους, συγγραφείς και συμπαραγωγούς είναι και ο Ελληνο-Αμερικανός Γιώργος Πελεκάνος.
Χθες χαιρόμουν τόσο πολύ για αυτό, το οποίο παρακολουθούσα. Και φυσικά περίμενα τη συνέχεια. Σκιάζει μόνο το γεγονός πως ο πατέρας της κοπέλας διαβάζει στην τοπική ομογενειακή εφημερίδα τις απώλειες ψάχνοντας για τυχόν Ελληνόπουλα της ομογένειας, θύματα του πολέμου. Και όντως, όπως είναι φυσικό, διαβάζει κάποια στιγμή το όνομα ενός γειτονόπουλου τους επίσης από οικογένεια Ελλήνων μεταναστών.
Αυτό πέραν της δεδομένης θλίψης δεν θα είχε κάποια άλλη σημασία. Αλλά στην τελευταία σκηνή της νοητικής σεκάνς (για να χρησιμοποιήσω έναν κινηματογραφικό όρο και να παραστήσω τον σπουδαίο), η Στέλλα περιμένει τον Αμερικανό πεζοναύτη, ο οποίος έρχεται με λουλούδια και φαγητό έξω από το σπίτι της και του ανακοινώνει πως τον αγαπάει η ίδια απεριόριστα, το ίδιο και οι γονείς της αλλά δεν θέλει να συναντηθούν ποτέ πάλι.
Γιατί, όπως του εξηγεί, δεν θα αντέξει να μην τον δει να επιστρέφει από τον πόλεμο. Και μια τεράστια απογοήτευση καλύπτει όλους εμάς τους θεατές. Λέγοντας μάλιστα ψέμματα στους γονείς της, πως δήθεν έφυγε εκτάκτως για το μέτωπο, μένουμε με την θλίψη μίας ακόμα… θλίψης για τους αγαπημένους αυτούς γονείς της.
Ο πεζοναύτης μπορεί να άντεξε τις μάχες στη ζούγκλα με τους Ιάπωνες, αλλά αυτό δεν αντέχεται και καταρρέει στην συνέχεια, αλλά έχοντας οριστικά φύγει από τη Στέλλα.
Κι εδώ, σ’ αυτό το σημείο κρύβεται και ο πυρήνας του σκεπτικού μου και του άρθρου μου, ο οποίος αποκαλύπτει την βαθύτερη Ελληνική νοοτροπία (και με μεγάλη λύπη μου το γράφω αυτό). Παρεμπιπτόντως ο Στήβεν δεν μπόρεσε να το διακρίνει, διότι δεν γνωρίζει την Ελληνική νοοτροπία. Το αντιμετώπισε πολύ όμορφα τονίζοντας μάλλον το “λάθος” θάρρος της Στέλλας. Αλλά ο ίδιος γνωρίζοντας τις νοοτροπίες και του Στήβεν αλλά και της Στέλλας το εξέλαβα διαφορετικά.
Η Στέλλα ακολούθησε την λογική του “να μην χάσω για να μην στενοχωρηθώ ”, ενώ όφειλε να ακολουθήσει την λογική της ενθάρρυνσης:
“Πήγαινε στη μάχη να νικήσεις κι εγώ θα σε περιμένω”!
ΑΥΤΟ έπρεπε να του ζητήσει. Και εάν δεν επέστρεφε, τότε να σφίξει τα δόντια και να συνεχίσει τη ζωή της, αλλά με την αίσθηση –για μια ζωή- πως έδωσε δύναμη και θάρρος σε έναν μαχητή.
Ενώ με την δειλία της τι κατάφερε;
Τους πίκρανε βαθιά όλους (γονείς, Αμερικανό, τον εαυτό της) και τελικά ο πεζοναύτης επέστρεψε σώος στην πατρίδα του, αλλά όχι στην αγκαλιά της πανέμορφης Στέλλας, την οποίαν τόσο αγαπούσε.
Χαμένοι όλοι από μία νοοτροπία ήττας. Αυτό δεν έχει αλλάξει και συνεχίζεται και σήμερα…