Σκέφτηκα εάν θα έπρεπε να γράψω κριτική για αυτήν την ταινία. Διότι κινδυνεύω να δεχθώ τα πυρά της αγαπημένης ενασχόλησης κριτικών περί του φθόνου. Αλλά θα είμαι –όπως πάντοτε- απόλυτα ειλικρινής μαζί σας αλλά και με τον εαυτό μου.
Εξ’ αρχής σας προκαταβάλω εξομολογούμενος πως καμία ταινία του Λάνθιμου δεν έχω καταφέρει να αντέξω να παρακολουθήσω. Το ίδιο και με τη συγκεκριμένη. Απλά επειδή λόγω του επικείμενου Όσκαρ έλαβε τεράστια δημοσιότητα έκανα το απονενοημένο βήμα…
Λοιπόν!
Η ταινία είναι από τεχνικής απόψεως περισσότερο και από κορυφαία. Αγγίζει την τελειότητα. Από σκηνοθετικής επίσης απόψεως παρομοίως. Ο Λάνθιμος είναι ένας εξαίρετος μαθητής των κλασσικών και δοκιμασμένων πρακτικών του Χόλλυγουντ. Καθόλου πρωτοποριακός, αλλά σίγουρα κατέχει το σκηνοθετικό ταλέντο του συγκεκριμένου είδους σε κορυφαίο βαθμό. Οι λήψεις, οι φακοί, ο τρόπος του montage, οι ήχοι δεν επιδέχονται την παραμικρή κριτική (τονίζω όσον αφορά την πεπατημένη).
Τα σκηνικά κορυφαία. Ο πλούτος απίστευτος και η υποκριτική τέχνη αγγίζει τα υψηλότερα επίπεδα. Μία τέλεια κινηματογραφική ταινία και σίγουρα με πολλά Όσκαρ, κυρίως στην υποκριτική της διάσταση.
Από εκεί όμως και μετά, μία ταινία, η οποία έχει μία υπόθεση τύπου Άρλεκιν (τώρα βέβαια δεν έχω διαβάσει ποτέ μου Άρλεκιν και το υποθέτω), με συγκαλυμμένες δόσεις διαστροφικής πρόκλησης και με κεντρική ιδέα, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ο τίτλος της (και παρακαλώ θερμά μη με κατηγορήσετε για αυτό):
“Πώς να χαϊδεύεις το μ@υνί της Βασίλισσας καλύτερα”…
Και προσωπικά δεν είδα κάποιο βάθος ψυχολογικών σχέσεων μεταξύ τριών γυναικών, όπως διαφημίζεται. Όλα πολύ επιδερμικά και κοινότυπα και το χειρότερο ούτε καν δεν το είδαμε (το… της Βασίλισσας)!
Είναι όπως όταν περιμένεις στο οδοντιατρείο και ανοίγεις ένα υπέροχα πλούσιο ιλουστρασιόν έντυπο, πολυτελές και τέλειο και αμέσως μόλις σε καλέσει ο οδοντίατρος θυμάσαι μόνο….. τίποτα!
Η εποχή μας ίσως αποθεώνει αυτές τις κινηματογραφικές ταινίες και ο Λάνθιμος νομίζω πως περισσότερο από οποιονδήποτε γνωρίζει τι θα αρέσει στο κοινό του και αυτήν την παγκόσμια τάση της τέχνης (και της κοινωνίας, από την οποίαν και προέρχεται) του “τίποτα”. Και γνωρίζει άριστα πώς να το παρουσιάσει και κυρίως πώς να γεμίσει τα ταμεία και να λάβει και πάμπολλα βραβεία. Είναι πάνω από όλα ένας ικανότατος επιχειρηματίας με πολλά τάλαντα σε απόλυτη αρμονία με τις επιταγές της εποχής μας (στην οποίαν προφανώς και ΔΕΝ ανήκω).
Απλώς τα ξοδεύει (ή επενδύει) σε Άρλεκιν.
Τέλος, ίσως εμένα τα γονίδια μου, επειδή δεν έχουν καμία σχέση με τον πλούτο μίας Βασιλικής αυλής να μην μου επιτρέπουν να αντιληφθώ αυτά τα ζητήματα. Η Βαλκανικο-μεσανατολική καταγωγή μου με παραπέμπει σε γιδούλες στα πανέμορφα Ελληνικά βουνά μας, στην μεγαλειώδη ησυχία των ερήμων και ιερών τόπων της Ανατολής, στις ακτές της θεάς Αφροδίτης και καθόλου στις πολυτέλειες της Αγγλικής αυλής.
Είμαι κατά βάθος ένας βουκόλος και δεν το κρύβω… Άρα ίσως είμαι εκτός εποχής και λαθεύω ή οτιδήποτε άλλο και το παραδέχομαι.
Αλλά, μόλις επέστρεψα από την άκρως επίπονη παρακολούθηση αμέσως έτρεξα να αποτοξινωθώ και άνοιξα να παρακολουθήσω το ταπεινό, τεχνικά πάμφτωχο, αλλά με τη δική μου άποψη περί Τέχνης αριστούργημα του Μιχάλη Κακογιάννη, την “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη, έργο του 1962 με την Ειρήνη Παπά, τον Γιάννη Φέρτη, τον Μάνο Κατράκη, την Αλέκα Κατσέλη στα άγονα βράχια των Μυκηνών, ακούγοντας τον Χορό και την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Και τους ήχους από τις… γιδούλες.
Και ρίγησε και πάλι η ψυχή μου από το βάθος και το αξεπέραστο μεγαλείο των ηθικών αξιών και των τεράστιων μεταφυσικών προβλημάτων της ζωής, με τα οποία ανατράφηκα και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του είναι μου…
Και ειλικρινά ένοιωσα πως αυτό μπορεί ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΙ να προσφέρει ο γνήσιος Ελληνικός Πολιτισμός και μαζί και η Τέχνη του.
Και σίγουρα όχι την ενασχόληση με το “μ@υνί της Βασίλισσας”…
Αυτά είχα να γράψω και το κρίμα όλο στο λαιμό μου…