Υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο (για όσες/ους τυχόν δεν το γνωρίζετε) με τον προηγούμενο όμορφο τίτλο. Το έγραψε ο σπουδαίος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ (Ismail Kadare). Δεν θα σας αποκαλύψω την υπόθεση, απλά μόνον θα σας αναφέρω τον κορμό της, ο οποίος περιγράφεται ως εξής:
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιβάλλετο να καταγράφονται και να αξιολογούνται και τα όνειρα των υπηκόων! Προς τούτο υπήρχε ειδική υπηρεσία, από την οποία προήλθε και ο τίτλος.
Αυτό αποτελεί την κεντρική ιδέα, επάνω στην οποία πλέκεται η δομή του βιβλίου και ομολογώ ότι προσωπικά τη θεωρώ εξαιρετικής έμπνευσης και διεισδυτικότητας.
Στην πραγματικότητα ωστόσο παρ’ όλο το εφιαλτικό της υπόθεσης (σκεφθείτε να υποβάλετε αναφορά με το όνειρο της προηγούμενης νύχτας) υπάρχουν όντως όνειρα μεγάλης σπουδαιότητας, τα οποία αφορούν όχι την/ον ίδια/ιο ονειρευόμενη/ο αλλά το σύνολο.
Επειδή διαθέτω το χάρισμα της ερμηνείας των ονείρων (εκτός ίσως των… δικών μου), η προηγούμενη ιδέα δεν θα ήταν καθόλου παράλογη (αν και τονίζω τουλάχιστον εφιαλτική), διότι θα παρέδιδε στην (μισητή) εξουσία και το τελευταίο φυλάκιο της ανθρώπινης ελευθερίας και δη του ασυνειδήτου!
Το Παλάτι των Ονείρων ως υπηρεσία λειτουργούσε με τη φιλοσοφία και γραφειοκρατία ενός μηχανισμού της εξουσίας. Κάποια όνειρα όμως ήταν πολύ σπουδαία και θα έπρεπε να ενημερωθεί ο Σουλτάνος και να ληφθεί ανάλογη πρόνοια.
Λοιπόν, χθες είδα (πολύ συνοπτικά το εξής):
“Είχα μεταβεί μαζί με κάποιον δικό μου (δεν θυμάμαι ποιόν όμως) σε μία παραλία, βραχώδη μεν αλλά και με μικρή αμμουδιά. Ο καιρός ήταν του Μαΐου με μάλλον κρύα θάλασσα. Εκεί συναντήσαμε πρόσφυγες. Άρχισα τότε να τους εξηγώ (στα Αγγλικά μάλιστα) πως θα έπρεπε να δημιουργηθούν κάποιες περιοχές (θυμάμαι τόνισα ιδιαιτέρως το όχι γκέτο), ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν περιφερειακά έως τη στιγμή της επιστροφής τους.
Μετά αφού μας πήρε και η ώρα αποφάσισα να μπω στη θάλασσα, αλλά επειδή ήταν αργά και μάλλον κρύα δεν έγινε. Υπήρχε ένα γυμνό μεταλλικό κρεβάτι εκεί και ξάπλωσα μόνος μου να κοιμηθώ. Νωρίτερα είχε φύγει (κάπως κλεφτά) ο άνθρωπος με τον οποίο είμαστε μαζί.
Κοιμάμαι (στο όνειρο) και ξυπνώ και δεν υπάρχει τίποτα γύρω μου. Ούτε πρόσφυγες ούτε ίχνος από παρουσία άλλων ανθρώπων και της μεγάλης ακαταστασίας και κοσμοσυρροής στην παραλία.
Φεύγω από εκεί και πηγαίνω σε μία κοντινή μικρή πόλη, όπου όλα ήταν αγνώριστα και διαφορετικά (και μάλλον εχθρικά). Ένοιωσα όπως ο Ριπ Βαν Ουίνκλ (Rip Van Winkle), το γνωστό παραμύθι με τον ξυλοκόπο και τα ξωτικά. Υπήρχαν κάποιες ύποπτες φυσιογνωμίες (μάλλον εγκληματικές) και ένα μη φιλικό και επικίνδυνο περιβάλλον.
Αποφάσισα να γυρίσω εκεί, όπου υποτίθεται ήταν το σπίτι μου (ή όπου έμενα δεν ήταν σαφές αυτό). Ο δρόμος είχε στην άσφαλτό μεταλλικά “βέλη” (μία εξελιγμένη μορφή βέλους με κάτι σαν μηχανισμό προώθησης) και σε σημεία κάτι σαν πριόνια “φυτεμένα” στην άσφαλτο, ενδείξεις μίας μάχης από το παρελθόν. Γι’ αυτό μαζί με άλλους περπατούσαμε και δεν είχαμε κάποιο όχημα, αφού ο δρόμος δεν ήταν καθαρός.
Θεώρησα πως κατά τη διάρκεια του ύπνου μου (στο όνειρο) έγιναν όλες αυτές οι μεταβολές. Κάπως βρέθηκα σε κάποιο αυτοκίνητο, το οποίο δεν οδηγούσα και σταματήσαμε κάτω από μία γέφυρα.
Τότε είπα: “πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να βλέπουμε”, διότι έρχονταν πάλι αντίθετα κάποια άλλα αυτοκίνητα μη προσδιορισμένης φιλικότητας (μάλλον εχθρικά).
Με κάποια αγωνία-ανησυχία… ξύπνησα.”
Ως πιστός… υπήκοος της Αυτοκρατορίας υποβάλλω ευπειθώς το όνειρό μου εις την αρμόδια υπηρεσία, κοινώς εις το Παλάτι των Ονείρων!