Ανταπόκριση από το μέλλον: το καλοκαίρι του 2024 αποφάσισα να το ζήσω με τον αγνότερο τρόπο. Ήθελα πραγματικά ένα γνήσιο Ελληνικό καλοκαίρι. Εκεί όπου θα καθίσω σε μία ξύλινη καρέκλα με ψάθα δίπλα στο κύμα, με τα στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια, εκεί όπου δεν θα άκουγα θορύβους επονομαζόμενους σε μουσική και εκεί όπου δεν θα έβλεπαν τα μάτια μου κάθε λογής κακογουστιά. Είτε από την “άνω” πλευρά είτε από την “κάτω”.
Το πρόβλημά μου ήταν πάντα η αισθητική.
Και όχι μόνον η αισθητική των οφθαλμών και των άλλων αισθήσεων, αλλά και η αισθητική του κόστους. Διότι και το τελευταίο εμπεριέχει με τον τρόπο του τη δική του, κατά κάποιον τρόπο, αισθητική.
Φυσικά ένα Ελληνικό νησί θα ήταν ό,τι καλύτερο. Εκεί όπου θα συντονιζόμουν με την παράδοση της απλότητας. Και γενικά με ό,τι εκφράζει αυτό, το οποίο αναπτύχθηκε και έλαμψε χιλιάδες χρόνια πριν και εκφράστηκε με την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία.
Ήταν πολύ εύκολη η επιλογή μου και δεν το σκέφτηκα καθόλου. Το τέλειο Ελληνικό νησί να απολαύσω τον γλυκό δροσερό αεράκι ήταν δίπλα μου:
Πήγα στην Τασμανία, διακόσια σαράντα περίπου χιλιόμετρα νοτιότερα της Αυστραλίας!
Και το επικίνδυνο και σχετικά αβαθές θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Αυστραλίας και Τασμανίας, όπου συναντώνται τα ρεύματα του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού μου έδωσαν την καλύτερη γεύση από το Αιγαίο!
Εις μνήμην λοιπόν του “αγνού” Ελληνικού καλοκαιριού του 2023…