Σήμερα το μεσημέρι επισκέφτηκα για πολλοστή φορά το χώρο της Achaia Clauss. Αυτός ο χώρος με εμπνέει. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και με την ταινία μου τις “3 Μοίρες” και μόνο όμορφες σκέψεις μου προκαλεί.
Αλλά σήμερα -προς το μεσημέρι ήταν- όπως ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και τα χρώματα μουντά, προτού φύγω έριξα μια ματιά στον αμπελώνα… Και νοερά “είδα” μία γυναίκα ντυμένη με άσπρο μανδύα κάτω από το σεληνόφως να στέκεται εμπρός από μία πήλινη λεκάνη με λερωμένα χέρια από τους καρπούς του σταφυλιού, τους οποίους έλιωνε και να δημιουργεί…
Δεν ήταν θέμα τεχνικής αλλά επιθυμίας. Οι φυσαλίδες ανέβαιναν στην επιφάνεια και η όλη διαδικασία ήταν μία μυστική μετάβαση. Κανείς δεν γνώριζε τότε τι ήταν η αλκοόλη. Μα για αυτήν ήταν μία μεταμόρφωση. Ένα ποτό γεννιόταν — όχι για να ξεδιψάσει, αλλά για να ανοίξει πύλες. Πύλες προς το όνειρο, τη λήθη, την έκσταση.
Και κάπως έτσι, κάτω από το φεγγάρι, γεννήθηκε ο πρώτος οίνος. Όχι ως προϊόν, αλλά ως μυστήριο, ως πράξη μνήμης και λήθης μαζί.
Δεν ήταν οπτασία… στην φαντασία μου όμως ήταν τόσο ζωντανή αυτή η εικόνα…