Από τις διηγήσεις του πατέρα μου αλλά και φίλων μου από τους παππούδες τους, όταν εισήλθαν οι Γερμανοί στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941 σιδερόφραχτοι και υπερόπτες, η γενική εντύπωση ήταν πως “αυτό είναι… το τέλος… δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ!”
Κι όμως! Μετά από μόλις 3 έτη και έξι μήνες περίπου εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα. Κανένας δεν αμφιβάλλει για τις μαύρες – κατάμαυρες εκείνες ημέρες της εφιαλτικής Κατοχής. Όμως ΕΦΥΓΑΝ!
Ίσως η συνέχεια να μην ήταν η ανάλογη και άλλες μαύρες ημέρες διχασμού και εμφυλίου να ακολούθησαν, αλλά εδώ στέκομαι στο συγκεκριμένο γεγονός. Η ιστορία έχει περίτρανα αποδείξει πως ακόμα και το φαινομενικά απίθανο, ειδικά όταν αυτό αφορά συσχετισμούς δυνάμεων είναι πιθανό. Και αρχικά δεν υπάρχει κάποια ένδειξη περί αυτού. Σχεδόν πάντα όμως η έπαρση της ισχύος αποδεικνύεται ο αδύναμος κρίκος στα μεγαλεπήβολα σχέδια των –τη δεδομένη στιγμή- ισχυρών.
Τα προηγούμενα ισχύουν από προσωπικές σχέσεις, εργασιακό-επιχειρηματικό περιβάλλον έως συσχετισμούς κρατών κάθε τύπου. “Περίμενε και θα δεις” είναι το σύνθημα. Και είναι εντυπωσιακό πώς διαβρώνονται οι δομές από έναν εντελώς απρόβλεπτο παράγοντα· ο οποίος λειτουργεί ως καταλύτης.
Οι βεβαιότητες εμπεριέχουν τις μεγαλύτερες αβεβαιότητες. Ηρεμία λοιπόν…
Σημ.: την ίδια γνώμη με τα παραπάνω είχε και η σκουριά, σε αντίθεση με τον σίδηρο της φωτογραφίας.