Μπορεί να προβλεφθεί το μέλλον; Το ερώτημα αυτό κατ΄ αρχήν προϋποθέτει μία παραδοχή-απόφαση από την πλευρά μας. Είναι το μέλλον προκαθορισμένο ή διαμορφούμενο; Συνεπώς η απάντηση είναι καίριας σημασίας για την προσέγγισή μας.
Εάν το μέλλον το θεωρήσουμε προκαθορισμένο, τότε ποιος ο λόγος να το προβλέψουμε; Θα πρέπει μάλλον να εστιάσουμε στο πώς θα το αντιμετωπίσουμε και εννοώ, πώς θα ανταποκριθούμε στα ήδη αναπόφευκτα γεγονότα. Σε αυτή την περίπτωση το σκηνικό είναι προσχεδιασμένο, το σενάριο είναι δεδομένο και πλέον εναπόκειται σε εμάς η απόδοση του ρόλου μας, ως ηθοποιούς. Άρα ακόμα και εδώ μπορεί να ανατραπεί η αρχική δήλωση του τι χρειαζόμαστε την πρόβλεψη. Τη χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να προετοιμαστούμε και να αντιδράσουμε με τον καλύτερο τρόπο. Αν μη τι άλλο τα συναισθήματα έχουν αφεθεί στη δικαιοδοσία μας.
Εάν τώρα δεχθούμε πως εμείς διαμορφώνουμε το μέλλον και εννοώ όχι μόνον το δικό μας αλλά και το συνολικό τότε η έννοια της πρόβλεψης διερευνά τις τάσεις. Ποιες είναι εκείνες, οι οποίες επικρατούν και πώς εμείς θα επέμβουμε, εάν οι τελευταίες δεν φαίνονται ευνοϊκές (όπως τουλάχιστον τις αξιολογούμε εμείς). Τότε δεν αναφερόμαστε μόνον σε πρόβλεψη και δεν είναι τόσο απλό το ζήτημα. Πρόβλεψη σημαίνει και επέμβαση στο μέλλον. Ναι μεν καταδεικνύονται σε έναν βαθμό οι τάσεις, αλλά και με το να τις προσεγγίσουμε και ερμηνεύσουμε διαφαίνεται και ο τρόπος διαμόρφωσης τους και το σημαντικότερο με τη δική μας (ελεύθερη) βούληση να τις τροποποιήσουμε.
Θεωρώ λοιπόν πως σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρον να εισχωρήσουμε σε αυτό το χώρο.
Αυτό θα επιτευχθεί με δύο εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης. Ο ένας είναι με βάση την επιστημονική μεθοδολογία, η οποία αποδίδεται με τον όρο “μελλοντολογία”, ενώ ο άλλος ακολουθεί τις αρχαίες μεθόδους της μαντικής τέχνης (όποιες και εάν είναι αυτές).