Το τελευταίο, το οποίο περιμένεις να συναντήσεις ανεβαίνοντας στα ενδότερα της Κορινθίας είναι ένα… Ρωμαιοκαθολικό Αββαείο του 1205! Μάλλον τα ερείπια του Αββαείου. Στις όχθες περίπου της Λίμνης Στυμφαλίας, η Μονή Ζαρακά του τάγματος των Κιστερκιανών μοναχών (πρώτη φορά άκουγα το όνομα) σε εκπλήσσει με την μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων της.
Οταν την πρωτοείδα ξαφνιάστηκα και σκέφτηκα μήπως κατά λάθος έφτασα στη Σκωτία. Καθόλου απίθανο, διότι όταν οδηγώ δεν… σταματώ. Αλλά όχι. Ηταν Κορινθία!
Διάβασα πολλά σχετικά, τα οποία δεν θα σας τα μεταφέρω εδώ. Υπήρχε και Ναός της Αρτέμιδος πιθανόν στο ίδιο σημείο και ενδεχομένως οι πέτρες του Αββαείου να προέρχονται από την Αρτέμιδα.
Εδώ θα ήθελα περισσότερο να γράψω τις σκέψεις μου, οι οποίες μου γεννήθηκαν περιδιαβαίνοντας τον ναό και τον χώρο.
Αμέσως φαντάστηκα την περιοχή νύχτα υπό σφοδρή καταιγίδα, καταρρακτώδη βροχή και αστραπές και ξαφνικά μέσα στα μάτια μου να ανασυστήνεται σαν από θαύμα το Αββαείο. Πέτρα – πέτρα να αναδύεται από την γη αψηφώντας την βαρύτητα και να κλειδώνει στην αρχική της θέση. Σε λίγη ώρα το μοναστήρι να επαναβρίσκει την παλαιά του αίγλη και μέσα στο μισόφως των κεριών να εμφανίζονται οι μοναχοί του τάγματος! Οπτασίες ή πραγματικότητα;
Σαν σε μιά μεταφορά στον χρόνο να βρίσκομαι 8 και πλέον αιώνες πίσω στο ίδιο σημείο.
Τα μάτια ολονών στράφηκαν απότομα επάνω μου και με όχι τις καλύτερες προθέσεις. Αυτό το τάγμα ακολουθούσε πολύ σκληρό θρησκευτικό τελετουργικό και αρνιόταν τα εγκόσμια και την εμπλοκή στην ζωή.
Τι θέλω εγώ εδώ σκέφτηκα;
Αλλά τελικά η οπτασία ήμουν εγώ για αυτούς και σαν να χάθηκα, όπως εμφανίστηκα από τα μάτια τους (το πλεονέκτημα να γράφεις ο ίδιος τα σενάρια!).
Στο μυαλό μου πέρασαν οι τρομακτικές σκηνές της θαυμάσιας κινηματογραφικής μεταφοράς του “Ονόματος του Ρόδου” του Ουμπέρτο Έκο! Μία εντελώς ξένη κατάσταση για την δική μου νοοτροπία.
Τάγματα μοναχών με όλα τα μυστήρια και τις πλέον μύχιες και πάρα πολλές φορές άνομες σκέψεις. Και αναφέρομαι σε μία δυτική αντίληψη και έναν συνδυασμό ιπποτών και μοναχών.
Η καταιγίδα όμως λυσσομανούσε και έμεινα στο Αββαείο μαζί με τις άλλες οπτασίες. Την εποχή εκείνη πάρα πολλές Ελληνικές περιοχές ήταν Ενετοκρατούμενες από την τότε εμπορική υπερ-δύναμη. Μάρτυρες της παρουσίας της τα πάμπολλα κάστρα και οι χαρακτηριστικές ονομασίες (Γαστούνη για παράδειγμα από τον Γκαστόνε). Κι όμως δεν υπάρχουν καθόλου συλλογικές μνήμες. Σαν να μην πέρασε ποτέ…
Αντιθέτως από το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία σε κάθε πέτρα στην Ελλάδα θα στάζει ή κερί ή αίμα.
Η μόνη μου σκέψη εκεί μέσα ήταν μία και όχι… καλή. Πως να αρπάξω ένα χειρόγραφο βιβλίο με ψαλμούς! Οπτασία, ξε-οπτασία το βιβλίο ήταν εκεί και με περίμενε 800 χρόνια! Δεν έκανα αυτό το ταξίδι χωρίς να κρατήσω ένα… αναμνηστικό!
Πλησίασα και αγκάλιασα με τα χέρια μου τον τεράστιο τόμο χαρούμενος για το απόκτημά μου από το υπερ-πέραν…
Και τότε ο ναός άρχισε να αποσυντίθεται, όπως ακριβώς συναρμολογήθηκε. Μία μία οι πέτρες χάνονταν από εμπρός μου ενώ οι οπτασίες των μοναχών άρχισαν να θαμπώνουν και να ξεθωριάζουν. Τα μάτια τους ήταν τα τελευταία, τα οποία χάθηκαν και ακόμα νιώθω το ρίγος από το μίσος τους… Κατάλαβαν τι συνέβαινε, αλλά ήταν πλέον αργά για αυτούς.
Μπορεί να βίωνα την καταστροφή αλλά ήταν και σαν να φεύγω από έναν εφιάλτη. Και είχα στα χέρια μου το υπερ-πολύτιμο χειρόγραφο βιβλίο.
Αλλά η καταιγίδα δυνάμωνε και πλέον δεν είχα πως να προστατευτώ. Έντρομος πρόσεξα το μαύρο μελάνι να διαλύεται και να χύνεται έξω από τις σελίδες του βιβλίου.
Σύντομα κρατούσα στα χέρια μου διαλυμένα χαρτιά και κανένα βιβλίο. Ας προσπαθούσα να περισώσω ό,τι μπορούσα.
Ένας πολύ δυνατός άνεμος φύσηξε τότε και πήρε από τα χέρια μου, τα σαν στάχτες πλέον διαλυμένα χαρτιά και ξαφνικά έλαμψε και πάλι ο ήλιος και οκτώ αιώνες πέρασαν από εμπρός μου σε μία στιγμή.
Οι κατσικούλες του τσοπάνη από το δίπλα σύγχρονο σπίτι άρχισαν να μπαίνουν στον χώρο και να τρώνε το χορτάρι, μαζί με τα ελάχιστα εναπομείναντα φύλλα του βιβλίου.
“Στάχτη και μπούρμπερη” σκέφτηκα. Δεν έμεινε τίποτα… Κανένα στοιχείο για το ταξίδι μου μέσα στους αιώνες.
Συνειδητοποίησα μάλιστα πως ήμουν εντελώς στεγνός. Ήταν όλα λοιπόν στην φαντασία μου.
Φεύγω με νοσταλγία για την απόκοσμη οπτασία την οποία βίωσα, αλλά και ανακουφισμένος… Δεν θα ήθελα να εγκλωβιζόμουν εκεί. Εάν όμως συνέβαινε αυτό θα γνώριζα πως να επηρεάσω την ιστορία προς κάποια άλλη κατεύθυνση. Δεν συνεχίζω όμως γιατί αυτές οι σκέψεις οδηγούν στην παραφροσύνη.
Κάθομαι αναπαυτικά στη θέση του οδηγού να φύγω. Όνειρο ήταν και πέρασε. Όνειρο; Προσπαθώ να βάλω το κλειδί αλλά κάτι συμβαίνει. Τι πιάνουν τα χέρια μου;
Ενα παμπάλαιο κλειδί μέσα στο μπρελόκ μου.
Ώστε ήταν αλήθεια!
Τότε συνειδητοποίησα. Κάθε ένας κρατά το κλειδί της ζωής και της ιστορίας στα χέρια του. Μην περιμένεις 800 χρόνια να το χρησιμοποιήσεις. Και μόλις έσβησε αυτή η σκέψη, χάθηκε και το κλειδί…
Μελαγχολικός ξεκίνησα… Ο χειρότερος εφιάλτης είναι να συνειδητοποιήσεις τι θα μπορούσες να κάνεις με το “κλειδί” σου και να το συγκρίνεις με το τι έκανες.
Γειά σου μοναστήρι…
Credits – πηγή της φωτογραφίας των κλειδιών: Ιστότοπος του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών
Τα δύο μικρά κλειδιά βρέθηκαν στην είσοδο του καθολικού.