(Βρε τους… πως μας κατάντησαν)! 😀
Το 1985 ή 86, δεν θυμάμαι πολύ καλά πήγα στην Βουδαπέστη. Ήταν καλοκαίρι, και επί κομμουνιστικού καθεστώτος. Ωστόσο τότε ήταν από τις πρώτες χρονιές, όπου είχε κανονισθεί αγώνας Formula 1 και η κομμουνιστική Βουδαπέστη ήταν γεμάτη από… Ferrari! Προφανώς όχι Ούγγρων!
Όπως πάντα χρησιμοποιούσα το τραίνο. Έφυγα από την Αθήνα και μέσω Βελιγραδίου με ανταπόκριση ξεκίνησα για την Ουγγαρία.
Στα σύνορα για κάποιον λόγο οι Ούγγροι με… ξετίναξαν. Κυριολεκτικά! Μέχρι και τα καθίσματα του διαμερίσματος του βαγονιού στο οποίο καθόμουν τα έβγαλαν να τα ελέγξουν! Εντάξει δεν λέω το διαβατήριο μου ήταν γεμάτο με σφραγίδες χωρών Μέσης Ανατολής, αλλά δεν νομίζω ότι ήμουν τόσο ύποπτος για αυτού του είδους τον έλεγχο και δυστυχώς δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος στα ταξίδια μου. Άλλη φορά θα πούμε για αυτά.
Τι τους έκανα;
Τέλος πάντων. Φθάνω τελικά στην Βουδαπέστη, το θέμα ήταν η διαμονή μου. Πάντα μου άρεσε το άγνωστο και δεν ήθελα να χάνω αυτές τις εμπειρίες. Ρωτάω από εδώ και από εκεί και με κατηύθυναν σε ένα γκισέ, όπου κανόνιζαν διαμονή για τουρίστες (εγώ δεν πήγα τότε για τουρισμό, αλλά για να παρακολουθήσω ένα συνέδριο αποκατάστασης διατηρητέων μνημείων).
Στο γκισέ ήταν μία μπουλουκοειδής ουρά (άρα δεν ήτα ουρά) από civilized (πολιτισμένους) τουρίστες. Στις χώρες τους βέβαια θα περίμεναν στην ουρά στην Ουγγαρία όμως φέρονταν… σοσιαλιστικά! Γι’ αυτό να με ακούτε όταν σας λέω, ότι δεν είναι η Τουρκία πως φέρεται, η Ελλάδα πως το προκαλεί.
Επανέρχομαι στο θέμα μας. Τελικά μετά από σπρωξίδι, δεν ήταν και τόσο κακό είχε και τουρίστριες δίπλα μου, κατάφερα και έφθασα στο γκισέ. Με έναν συνδυασμό Άγγλο-Γερμανικών συνεννοήθηκα και μου έδωσαν μία διεύθυνση στην Πέστη. Με τραμ, λεωφορεία, διότι δεν είχα μία για ταξί τελικά φθάνω σε μία τεράστια αλάνα με πολυκατοικίες 20-30 ορόφων, όλες τυποποιημένες και με ισοπεδωτική αρχιτεκτονική εργατικών κατοικιών.
Όπως ακριβώς στη “Δίκη” του Κάφκα, εννοώ την ταινία του Όρσον Ουέλς και δεν είναι τυχαίο πως όντως η ταινία κινηματογραφήθηκε σε άλλον σοσιαλιστικό παράδεισο, αυτόν της Γιουγκοσλαβίας (στο Ζάγκρεμπ συγκεκριμένα).
Ενώ περίμενα να δω κάποιον ξενώνα, κάτι σαν φοιτητική λέσχη βρέθηκα σε συγκρότημα κατοικιών. Είχε εκεί γύρω κάτι περίεργους τύπους, οι οποίοι δεν μου άρεσαν και πολύ αλλά τι να κάνω τους ρώτησα και μου έδειξαν κάποια πολυκατοικία.
Τελικά βρήκα κάποιο νέο παιδί, ο οποίος με οδήγησε στον χώρο φιλοξενίας, ο οποίος ήταν αυτός του σημειώματος και κατάλαβα πως ήταν ένα κανονικό διαμέρισμα, το οποίο οι ιδιοκτήτες του το ενοικίαζαν σε τουρίστες σαν εμένα για κάποιο εισόδημα. Και έμεναν ΚΑΙ οι ίδιοι εκεί!
Ενα απίστευτα μικροσκοπικό διαμέρισμα με αισθητική κάτω του μηδενός, καθαρό μεν αλλά θα προτιμούσα καλύβι στο νησί του Διαβόλου της Γουϊάνας..
Αφού… συνήλθα από το σοκ, κατεβαίνω στις αλάνες βρίσκω ένα τηλέφωνο και μετά από κάποιο σεμινάριο επικοινωνίας καταφέρνω να μιλήσω στο σπίτι με τον πατέρα μου.
Το θυμάμαι χαρακτηριστικά:
“Τι κομμουνισμός και σαχλαμάρες, αυτοί εδώ νοικιάζουν τα σπιρτόκουτα τους για ένα κομμάτι ψωμί. Τι κατάντια είναι αυτή!”
Ο πατέρας μου έκπληκτος συμφώνησε επί τόπου. Δεν το πιστεύω μου λέει, πως είναι δυνατόν αυτοί οι “υπερήφανοι” άνθρωποι, οι κομμουνιστές, οι προστάτες του απλού λαϊκού ανθρώπου να επιτρέπουν οι πολίτες τους να δίνουν στον κάθε έναν δυτικό το σπίτι τους για λίγα ψωρο-καπιταλιστικά δολάρια! Μακρυά από εδώ. Και βεβαίως αυτό δεν ήταν το πρώτο από τα θαυμαστά του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Ε! Έφτασε η ημέρα να το δω κι αυτό το αδιανόητο, δηλαδή να ενοικιάζεις στον καθέναν το σπίτι σου για λίγα ψωρο-ευρώ και που, εδώ στην Ελλάδα! Και να ανταγωνίζεσαι γι’ αυτό!
Ε, ρε τους… πως μας κατάντησαν! 😀