Πριν από δύο νύχτες και μάλλον αυτή της Πρωτομαγιάς είδα ένα ενδιαφέρον όνειρο. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά κατά την οποίαν βλέπω όνειρα. Πολλά σενάριά μου προέρχονται κατ΄ ευθείαν από όνειρα και επίσης πολλές φορές βλέπω και τη φιγούρα του… Θανάτου, όπως παρουσιάζεται στη φαντασία μας. Με μαύρη μπέρτα, χωρίς πρόσωπο και ένα… δρεπάνι. Μία ή δύο φορές μάλιστα ξάπλωσε δίπλα μου. Του συνέστησα ωστόσο, εάν θέλει να ξεκουράζεται κοντά μου να μεταμορφώνεται καλύτερα σε Ορνέλα Μούτι ή Σύλβια Κριστέλ (η γνωστή Εμμανουέλα). Δεν έχει φαντασία, όλο σαχλαμάρες σκέφτεται, αλλά τι να κάνουμε, Θάνατος είναι ό,τι θέλει κάνει.
Τέλος πάντων αυτή τη φορά, δηλαδή προχθές τη νύχτα είδα ένα περισσότερο “χαλαρό” όνειρο. Ήμουν υποτίθεται στην… Κωνσταντινούπολη, Μάϊο του 1453, γι΄ αυτό το είδα και Πρωτομαγιά· και ως έγκλειστοι και πολιορκημένοι από τα μπουμπούκια του Μωάμεθ σκεφτόμαστε τι θα έπρεπε να κάνουμε.
Υπήρξαν τέσσερεις σκέψεις (καλά τώρα τι ψυχανωμαλία όνειρο ήταν αυτό, δεν σχολιάζω, αλλά αφού το είδα):
Ουσιαστικά χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Η μία ήταν η παραμονή στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη και η άλλη μία μορφή εξόδου και επίθεσης.
Η πρώτη είχε δύο πιθανά αποτελέσματα. Εάν μέναμε εντός των τειχών και ΔΕΝ κατάφερναν οι Τούρκοι να εισβάλουν τότε θα ήταν το καλύτερο για όλους μας. Θα έφευγαν και εμείς δεν θα υφιστάμεθα καμία συνέπεια.
Η δεύτερη όμως εκδοχή θα ήταν να εισβάλλουν οι Τούρκοι και τότε δεν χρειαζόταν καμία ιδιαίτερη φαντασία για την τύχη μας.
Η επιλογή της επιθετικής (το τονίζω αυτό) εξόδου είχε δύο εκδοχές. Είτε θα γινόμασταν κομματάκια κρέατος για τα κοράκια είτε θα τη γλυτώναμε. Με τι ποσοστό απωλειών είναι ένα θέμα και όχι μόνον αυτό αλλά και τι είδους απωλειών. Ποιοι θα σώζονταν, ποιοι θα χάνονταν και ποιοι θα σώζονταν τραυματισμένοι, αλλά και ποιοι θα έπεφταν αιχμάλωτοι στα χέρια του εχθρού. Θεωρητικά θα μπορούσαν να σωθούν και όλοι.
Κάπου εδώ το όνειρο τελείωσε· δηλαδή ξύπνησα. Το όνειρο μεν έφυγε, αλλά το ερώτημα παρέμενε. Και αφού ξύπνησα έπρεπε να το απαντήσω με τη συνείδησή μου.
Αμέσως και χωρίς δισταγμό έλαβα τη απόφασή μου και εννοώ υπέβαλλα την πρότασή μου στο συμβούλιο των ελεύθερων πολιορκημένων.
Πρότεινα την επιθετική έξοδο.
Δεν είναι αυτή με τις καλύτερες πιθανότητες (η πρώτη περίπτωση της άμυνας χωρίς πτώση είναι), αλλά είναι –κατά τη γνώμη μου- η βέλτιστη με τις καλύτερες ΟΡΙΖΟΜΕΝΕΣ πιθανότητες. Παραμένοντας εντός των τειχών επιλέγεις μία αμυντική τακτική. Και ας υποθέσουμε πως οι πιθανότητες σου είναι 50-50. Μόνο πως δεν έχεις ακριβώς τον έλεγχο. Οι κινήσεις ουσιαστικά είναι στο χέρι των πολιορκητών, ενώ η άμυνά σου ενέχει φυσικούς και χρονικούς περιορισμούς. Αντιδράς στη δράση του άλλου και αυτό με ημερομηνία λήξεως.
Στην περίπτωση της επιθετικής εξόδου (επιθετική εννοώ χωρίς απελπισία και συνειδητά) ο έλεγχος των κινήσεων είναι καθαρά δικός σου. Οι πολιορκητές μετατρέπονται σε αμυνόμενους. Άρα έχεις ένα πλεονέκτημα. Η διακινδύνευση (το ρίσκο) ωστόσο είναι εξαιρετικά υψηλό. Αλλά έχεις το στοιχείο του αιφνιδιασμού σύμμαχό σου. ΔΕΝ το περιμένουν αυτό.
Αναγκαστικά εξαργυρώνεις το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού με τις σκληρότερες συνέπειες. Άλλο αμυνόμενος κατακτημένος και άλλο επιτιθέμενος αιχμάλωτος.
Στην πρώτη περίπτωση απλά σε σφάζουν ενώ στη δεύτερη και πάλι σε σφάζουν, αφού όμως σε βασανίσουν. Η διαφορά είναι ποιοτική!
Επιλέγω σε κάθε περίπτωση την συνειδητή και επιθετική έξοδο.
Τώρα αναρωτηθείτε: είναι απλά περιγραφή ενός ονείρου ή μία μεταφορικά οπτικοποιημένη κατάσταση της ζωής μας; Τα όνειρα λένε πάντα την αλήθεια και σχεδόν πάντα (εκτός κάποιων ιδιαιτέρων περιπτώσεων) επίσης αφορούν τον εαυτόν μας. Το συγκεκριμένο ωστόσο είχε ευρύτερη έννοια. Δεν εισέπραξα την αίσθηση μόνο του προσωπικού. Ήταν (είναι) πολύ ευρύτερο.
Δείτε γύρω σας, εντός, εκτός, παγκοσμίως και σε προσωπικό επίπεδο. Σε μία ανάλογη κατάσταση ευρισκόμεθα και η κυριαρχούσα επιλογή είναι η πρώτη. Άμυνα χωρίς έλεγχο των κινήσεων με την ελπίδα της επιβίωσης.
Μόλις σας εντόπισα το λάθος!
Καληνύχτα σας και όνειρα… γλυκά!