Υπάρχει μια παλιά πολύ όμορφη ιστορία. Κάποτε ένα φθινόπωρο γεννήθηκε ένα μικρό αλεξικέραυνο. Οι γονείς του χάρηκαν πολύ, αλλά επειδή ήταν μικρό το έβαλαν στη στέγη ενός μικρού σπιτιού στο δάσος. Το μικρό αλεξικέραυνο ζούσε υπέροχα. Ήταν το ψηλότερο αντικείμενο του γύρω δάσους και ακόμα και τα δένδρα το θαύμαζαν για την κορμοστασιά του και τη λεπτότητά του. Αλλά ούτε και τα πουλιά το ενοχλούσαν αφού μυτερό καθώς ήταν δεν επέτρεπε σε κανένα πουλί να πλησιάσει.
Άρχισε όμως να χειμωνιάζει και ο καιρός να μεταβάλλεται. Οι πρώτες βροχές, τα πρώτα κρύα. Τίποτα δεν έδειχνε όμως να ενοχλεί το μικρό μας αλεξικέραυνο. Ένα βράδυ όμως ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα. Αρχικά μαύρα σύννεφα, μετά αστραπές και βροντές και μετά κεραυνοί! Το μικρό μας αλεξικέραυνο όμως φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε να κρυφτεί μέσα στην καμινάδα του σπιτιού!
Η μανιασμένη θύελλα κάποια στιγμή πέρασε και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου άρχισαν να λάμπουν από την ανατολή. Τότε το μικρό μας αλεξικέραυνο αποφάσισε πως έπρεπε να επιστρέψει στη θέση του. Δεν φοβόταν πλέον! Μόλις όμως βγαίνει από την καμινάδα τι να δει; Το σπίτι του είχε εν τω μεταξύ γίνει ένας σωρός από ερείπια! Ένας κεραυνός το είχε κάψει και μόνο η πέτρινη καμινάδα με το τζάκι είχαν μείνει στη θέση τους…
Αυτό είμαστε κι εμείς…. Μικρά αλεξικέραυνα της ζωής, την οποία πρέπει να προστατεύσουμε. Και τους κεραυνούς γιατί τους φοβόμαστε; Αφού είμαστε γεννημένοι για αυτούς… Κι αν φοβηθούμε και κρυφτούμε τότε η ζωή μας θα καταλήξει σαν τα ερείπια του μικρού σπιτιού…
Ααααχ μικρό μου αλεξικέραυνο…