Ο Γύγης ήταν βασιλεύς της Λυδίας, επί 38 χρόνια κυριεύοντας αρκετές περιοχές της Ιωνίας εκτός από τη Σμύρνη και την Μίλητο. Οχύρωσε την πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις και προήγαγε τον πολιτισμό αναπτύσσοντας το εμπόριο.
Ο Γύγης κατέστη από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους βασιλείς της Μικράς Ασίας. Θεωρείται ο εφευρέτης του νομίσματος ή τουλάχιστον του επίσημου νομίσματος, όπως το εννοούμε σήμερα.
Για το πως όμως έγινε βασιλεύς υπάρχει μία θαυμάσια ιστορία, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Ο Κανδαύλης άρχων και βασιλεύς του Γύγη είχε μία ωραιοτάτη σύζυγο. Για κάποιον λόγο -μάλλον για να δείξει το μέγεθος της ευτυχίας του και να υπερηφανευθεί για την τύχη του- θέλησε επιμόνως να επιδείξει τα γυμνά της κάλλη στον πιστό του Γύγη, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του. Τον Γύγη τον αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους αυλικούς του.
Ο Γύγης θέλησε να αποτρέψει τον Κανδαύλη από αυτόν τον παραλογισμό αλλά ματαίως. Ο Κανδαύλης επέμενε και ο Γύγης υπέκυψε!
Έκρυψε τον Γύγη στον κοιτώνα της βασίλισσας και αυτός είδε γυμνή την βασίλισσα, όπως επιθυμούσε ο βασιλεύς.
Αλλά η βασίλισσα δεν ήταν τυχαία… βασίλισσα! Τον αντελήφθη, προσποιήθηκε πως δεν τον κατάλαβε και την επομένη τον κάλεσε αξιώνοντας να επανορθώσει την προσβολή που της έκανε. Με ποιόν τρόπο;
Η να φονεύσει τον Κανδαύλη και να γίνει αυτός σύζυγος της και βασιλιάς ή να αυτοκτονήσει. Μία σπουδαία προσφορά και όχι άδικη κατά τη γνώμη μου.
Ο Γύγης προτίμησε (προφανώς ή μήπως όχι) το πρώτο. Κρύφτηκε πάλι στον βασιλικό κοιτώνα, αφού είχε μάθει την τέχνη και φόνευσε τον άφρονα Κανδαύλη.
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζαμε τις σκέψεις του και την πιθανή εσωτερική πάλη του, διότι όσο και εάν το δίλημμα είναι αρκετά περιοριστικό, το να φονεύσεις ψυχρά έναν άνθρωπο δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο. Πόσω μάλλον εάν αυτός είναι πανίσχυρος βασιλιάς και εσύ είσαι ο πιο αγαπητός του αυλικός. Και χωρίς ο ίδιος να έχεις προκαλέσει και τίποτα από τα προηγούμενα. Βέβαια δεν ήταν και εποχές μεγάλης… ευθιξίας τότε, αλλά…
Αλλά τι σχέση έχουν όλα αυτά με το γεφυράκι μας, το οποίο ονομάζω μάλιστα της ευτυχίας;
Διότι ο Γύγης, όπως και ο μεταγενέστερος και ίσως γιος του Κροίσος είχε μία ανεξήγητη εμμονή με την… ευτυχία!
Κάπου θα πρέπει να συνέχεε την ευτυχία με την τύχη. Διότι τύχη σαφέστατα είχε και μάλιστα απίθανη, (αν και αυτήν την διεκδίκησε και την κατέκτησε) αλλά η ευτυχία δεν αποτελεί μετρήσιμο αγαθό.
Δεν καταλάβαινε από αυτά όμως ο Γύγης και έφτασε στο σημείο να ρωτήσει το Μαντείο των Δελφών ποιος ήταν ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, προσβλέποντας στο να ανακηρυχθεί ο ίδιος.
Αλλά και το Μαντείο δεν καταλάβαινε από τα προηγούμενα και αποφάνθηκε πως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων είναι ένας φτωχός χωρικός με το όνομα… Αγλαός!
Τούτο, διότι ο Αγλαός ήταν ευτυχισμένος με ότι είχε και όχι δυστυχισμένος με ότι δεν είχε.
Και ο Αγλαός μας ζούσε στην αρχαία Ψωφίδα, τα σημερινά Τριπόταμα και σίγουρα έπινε από το ίδιο νερό, το οποίο περνά κάτω από αυτό το πέτρινο γεφυράκι!
Ο Αγλαός έζησε ευτυχής από την αρχή έως το τέλος. Μπορεί κανείς να πάθει λιγότερα κακά από τους συγχρόνους του ανθρώπους, όπως μπορεί ένα πλοίο να υποφέρει λιγότερο από την τρικυμία από κάποιο άλλο. Δεν υπάρχει όμως πλοίο, το οποίο να ταξιδεύει και να να μην συναντά τρικυμίες.
Ποτέ δεν θα βρούμε άνθρωπο, ο οποίος να μην δοκίμασε καμία συμφορά στη ζωή του. Ο Αγλαός ίσως δοκίμασε αρκετά λιγότερες.
Ο Γύγης τελικά σκοτώθηκε σε μάχη, οι Σάρδεις πυρπολήθηκαν και η χώρα καταστράφηκε.
Ο Κροίσος είχε την ίδια εμμονή με την ευτυχία αλλά ήταν ατυχέστερος του Γύγη, διότι δεν σκοτώθηκε και έζησε από βασιλεύς, υπηρέτης του Κύρου. Ο θάνατος λυτρώνει πολλές φορές…
Ο Αγλαός δεν είναι γνωστός διότι η ευτυχία δεν “φωνασκεί” ούτε ορίζεται. Απλά βιώνεται και ασκείται με μόνο τα διαθέσιμα αγαθά μας. Και δεν χρειάζεται να είναι δημόσια. Η ευτυχία είναι καθαρά προσωπική υπόθεση.
Είναι μάλιστα και τόσο κοντά μας…
Στο γεφυράκι στα Τριπόταμα!