Τεύκρος Σακελλαρόπουλος – Conceptual Cinematography

Τι Θα Έκανα εάν Ήμουν Μετανάστης το 1910 στην Αμερική

(Διδακτικό διήγημα με… επενδυτικές προεκτάσεις)

Πάρα πολλές φορές έχω προσπαθήσει να σκεφτώ τι θα έκανα, εάν στην ηλικία μου των 20-25 περίπου ετών αποφάσιζα να μεταναστεύσω στην Αμερική. Όχι όμως τη δεκαετία του 80, όταν ούτως ή άλλως βρέθηκα εκεί, αλλά την δεκαετία του 1910-1920. Και όχι με τις συνθήκες να με περιμένει μία θέση στο Πανεπιστήμιο, αλλά χωρίς να με περιμένει κανένας.

Απολύτως κανένας!

Θα έφτανα με το υπερωκεάνειο της εποχής, ελπίζω όχι με τον Τιτανικό ωστόσο, (να μην μετατρέψω τη διήγηση σε δακρύβρεχτο σενάριο), αλλά με οποιοδήποτε άλλο.

Έλλις Αίλαντ (το νησί της υποδοχής των μεταναστών) και ενδεχομένως ο επιφορτισμένος υπάλληλος στο τελωνείο δεν θα καταλάβαινε το όνομά μου και θα έγραφε ό,τι νόμισε πως άκουσε: Έστω… Τζέφκο Σακς το πολύ, διότι με το άκουσμα… Τεύκρος Σακελλαρόπουλος, θα με έστελνε στα κάτεργα! Ούτε να το γράψει δεν θα μπορούσε, αλλά τέλος πάντων…

Μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία και βλέποντας εκστασιασμένος το Άγαλμα της Ελπίδας και Ελευθερίας, ας πούμε πως πατούσα το πόδι μου στην προκυμαία του λιμανιού της Νέας Υόρκης!

Την ώρα όμως εκείνη το όνειρο τελειώνει απότομα. Είσαι απολύτως μόνος και ξένος και ούτε τη γλώσσα δε γνωρίζεις, παρά ελάχιστες λέξεις, τις οποίες άκουγες στην πρώην πατρίδα σου· και πάλι εντελώς… μόνος! Πεινάς, διψάς, κρυώνεις, εάν μάλιστα είναι και χειμώνας, δεν έχεις τόπο να κοιμηθείς, δεν, δεν, δεν…

Η πρώτη μου κίνηση θα ήταν να βάλω τα… κλάματα! Ακριβώς αυτό θα έκανα, όπως έκανα και χωρίς να είμαι σε αυτήν την κατάσταση μόλις έφτασα την πρώτη φορά εκεί. Τότε και μόνον τότε ξεσπάς και αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα. Και μην ακούσω καμία σαχλαμάρα πως οι άντρες δεν κλαίνε.  Κλαις με μαύρο δάκρυ και μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που άφησες το σπιτάκι σου και πάτησες στον ξένο τόπο. Ειδικά η Νέα Υόρκη λόγω του μεγέθους των κτιρίων της, της σφιχτής ρυμοτομίας της, της πολυκοσμίας, των πολύπλοκων συστημάτων της είναι μία τρομακτική μεγαλούπολη. Όλα συντείνουν στο να νοιώθεις μηδαμινός. Όλα τόσο κοντά να τα ακουμπήσεις, αλλά τόλμησε να το κάνεις!

Και είσαι μετανάστης και οσονούπω Αμερικανός πολίτης αλλά δεν έχεις στον ήλιο μοίρα. Τέλος όμως με τα δάκρυα η ζωή είναι εμπρός και πρέπει να ΚΑΝΕΙΣ κάτι. Τι θα έκανα λοιπόν;

Η πρώτη μου σκέψη θα ήταν τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης. Θα πήγαινα να εκλιπαρήσω (μάλλον) για μία εργασία, έστω και χωρίς καθόλου χρήματα, αλλά για έναν ύπνο και ένα πιάτο φαγητό. Και πτυχίο πυρηνικής φυσικής της εποχής να είχα αυτό θα έκανα. Γιατί; Διότι έχει σημασία να αρχίζεις από το τέλος. Όχι μία μέση ή έστω ανεκτή κατάσταση, η οποία θα σε οδηγήσει σε κάποια αδρανοποίηση (βόλεμα) και ως εκ τούτου στασιμότητα. Πήγα με όνειρα και φιλοδοξίες και όχι για κάτι, το οποίο θα μπορούσα να επιτύχω ενδεχομένως και στην πατρίδα μου (θα σκεφτόμουν). Όταν όμως είσαι στον πάτο του βαρελιού έχεις αντίληψη του όλου. Το βλέπεις ολοκληρωτικά, όχι μέσες καταστάσεις. Μπορεί να μην μπορείς να σκαρφαλώσεις ούτε εκατοστό, αλλά δεν ζεις στο παραμύθι. Κατανοείς! Και τι καλύτερο από μία πρώτη κίνηση σε ένα περιβάλλον πλούτου;

Waldorf Astoria! Εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη! Ποιος άραγε γνωρίζει; Θα μπορούσε να με προσέξει καμία πλουσία… Ρωσσίδα αριστοκράτισσα και να με έπαιρνε μαζί της στην Αγία Πετρούπολη. Δεν ήμουν ποτέ αυτό, το οποίο θα λέγαμε ωραίος άνδρας, αλλά αυτά είναι και τυχερά και απρόβλεπτα και ο έρως τυφλός. Και όντως… συνέβη! 24 εγώ – 84 εκείνη, αλλά τώρα λεπτομέρειες ανάξιες λόγου! Γοητεύτηκα από τη λάμψη των ματιών της και κυρίως των διαμαντιών της! Μετά βέβαια την Επανάσταση του 1917 στη Ρωσσία, να’ σου και πάλι στο Waldorf Astoria, μαζί με την πρώην αριστοκράτισσα να καθαρίζει αυτή σκάλες (ήταν πολύ καλή πελάτισσά τους και την δέχτηκαν, όχι όμως εμένα γιατί θυμόντουσαν την τύχη μου και δεν με χώνευαν), αλλά τι σημασία έχει; Αυτή είναι η ζωή!

Πάλι στα ξενοδοχεία και τώρα θα στόχευα σε… Γαλλίδα καλού-κακού. Εάν όμως κανένα ξενοδοχείο δεν εκτιμούσε ούτε συμμεριζόταν τις απόψεις μου θα μετέβαινα στην Γουώλ Στρητ και θα προσπαθούσα να γίνω βοηθός λούστρου. Μπορεί βέβαια να ήταν κλειστό το κύκλωμα και το λόμπυ των λουστραδόρων να με έστελνε τόπι στο ξύλο σε κάποιο στενό δρομάκι, αλλά θα το αντιλαμβανόμουν αμέσως. Δεν ήταν για νταηλίκια η Νέα Υόρκη του 1910-20. Αλλά ευγενικά θα δοκίμαζα και μόλις θα έβλεπα κίνδυνο, στροφή (360 μοιρών – εντάξει 180, κάτι θυμάμαι από αριθμητική) επί τόπου!

Αλλά γιατί θα ήθελα να γινόμουν λουστραδόρος; Διότι θα γυάλιζα τα λουστρίνια υποδήματα των πλουσίων τραπεζιτών και βιομηχάνων. Περίπου λίγο-πολύ ότι κάνω και τώρα στην Ελλάδα, αλλά τότε θα είχε άλλη χάρη. Ποιος γνωρίζει; Κάποιος χρηματιστής θα διέκρινε το σφρίγος και την εργατικότητά μου και θα με έπαιρνε για να καλύψω τη θέση, κάποιου υπαλλήλου του· ο οποίος θα είχε αυτοκτονήσει αφού θα είχε αποτύχει να αξιοποιήσει μία μοναδική ευκαιρία τρελού κέρδους μιας μετοχής. Δεν θα μου το έλεγε βεβαίως τότε και θα το μάθαινα εκ των υστέρων, αλλά έχοντας αναλάβει το πόστο δεν θα είχε και νόημα. Το σχέδιό μου και πάλι πέτυχε!

Και εκεί, όπου άρχισα κι εγώ πλέον να πηγαίνω στη Γουώλ Στρητ να μου βουρτσίζουν τα λουστρίνια μου, μία μαύρη Τρίτη του 1929 θα έμενα άγαλμα με το μόλις αγορασθέν πανάκριβο κοστούμι μου! Με το οικονομικό κραχ ο χρηματιστής χρεοκόπησε και αυτοκτόνησε (ήρθε και γι΄ αυτόν η σειρά του) και έμεινα με μία στοίβα μετοχές – παλιόχαρτα στο χέρι!

Άντε πάλι από την αρχή, μία το 1917 με τους μπολσεβίκους στη Ρωσσία, μία το 1929 με τους καπιταλιστές στην Αμερική κάτι δεν πηγαίνει καλά με εμένα!

Αλλά ο χειμώνας εφέτος (1929) ήλθε νωρίς. Χιόνια άρχισαν να σκεπάζουν τους βρώμικους δρόμους της Νέας Υόρκης. Κι εγώ σε μια γωνιά σχεδόν κατεψυγμένος (έμεινα ΚΑΙ άστεγος) έβλεπα τους πεζούς να περπατούν, να γλιστρούν στο παγωμένο χιόνι των πεζοδρομίων, να πέφτουν (και να… σπάνε ό,τι πιο πρόχειρο κόκκαλο βρισκόταν στην πτώση τους)!

Ωπ! Στοπ! Να η ευκαιρία!

Οι καταστηματάρχες έχαναν από τους εν δυνάμει πελάτες τους, οι οποίοι αντί να ψωνίζουν στα καταστήματά τους, στοιβάζονταν στα νοσοκομεία να δέσουν τα σπασμένα χέρια και πόδια τους. Έχω γλιστρήσει μία δύο φορές και όντως δεν περιγράφεται η ένταση της πτώσης. Όσοι διδαχτήκαμε πολεμικές ή… βουκολικές (φυλάγοντας πρόβατα) τέχνες γνωρίζουμε πώς να πέφτουμε χωρίς να τραυματιζόμαστε και αυτό με έσωσε!

Και τότε μου ήρθε μία ιδέα! Ζήτησα από ένα μαγαζί με εργαλεία ένα φτυάρι να του καθαρίζω το χιόνι εμπρός από το πεζοδρόμιό του. Μετά από κάποιο διάστημα και αφού διαπίστωσε ο καταστηματάρχης πως αυξήθηκαν οι δουλειές του -αφού οι πελάτες έμπαιναν στο μαγαζί του και όχι στο νοσοκομείο- μου χάρισε το φτυάρι.

Πήγα τότε στην προκυμαία και εντόπισα κάποιον άλλον μετανάστη και ταλαίπωρο σαν εμένα και τον πήρα δίνοντάς του το φτυάρι να καθαρίζει το χιόνι, ενώ δανείστηκα και ένα δεύτερο να καθαρίζω και άλλα πεζοδρόμια εμπρός από άλλα καταστήματα. Και κατόπιν και άλλον μετανάστη και άλλο φτυάρι και σιγά-σιγά τα φτυάρια έγιναν εκχιονιστικά, έκλεισα και μερικές συμφωνίες με τις τοπικές αρχές (μου κόστισαν λίγο περισσότερο, δωράκια κλπ καταλαβαίνετε τώρα), αλλά τι να έκανα; Οι Ιταλοί της μαφίας καιροφυλακτούσαν και ήταν και καλύτερα οργανωμένοι.

Σήμερα  σας τα γράφω αυτά καπνίζοντας αυθεντικό πούρο Αβάνας από το πολυτελέστατο γραφείο μου στον 66ο όροφο του ιδιόκτητου ουρανοξύστη μου!

Σπάω το κεφάλι μου στο… γυαλί του ουρανοξύστη μου, διότι αντί να σκεφτώ τι θα έκανα ΜΟΝΟΣ μου προσπαθούσα όλα εκείνα τα χρόνια να βοηθηθώ από κάποιαν ή κάποιον άλλον. Μόλις το κατάλαβα, τα κατάφερα!

Κι εκεί όπου μιά βαθιά ανάσα ανακούφισης βγαίνει από την ψυχή μου, διαβάζω στην Wall Street Journal:

“Τέλος το χιόνι πλέον στη Νέα Υόρκη λόγω της κλιματικής αλλαγής”!

Συγκοπή!

Ίσως ενδιαφέρει και άλλους... (κοινοποιείστε)