Πριν από ακριβώς 22 χρόνια αργά το απόγευμα (ήταν μόνο Σάββατο), χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο αδελφός μου από το Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ο πατέρας μου. “Κάτι” μου είπε. Αλλά τι μου είπε; Ξεκίνησα μάλλον εκνευρισμένος, αλλά δεν θυμάμαι το γιατί.
Οδηγούσα και μονολογούσα. Έφτασα στο Νοσοκομείο και… μιλούσα. Ανεβαίνω στο δωμάτιο 513 (κάποιοι αριθμοί δεν ξεχνιούνται ποτέ)… και ΤΕΛΟΣ. Αυτή ήταν η λέξη του αδελφού μου, την οποίαν ΔΕΝ άκουσα. Έχοντας βιώσει τους θανάτους σχεδόν όλων των μελών της οικογενείας μου έχω παρατηρήσει πως το ηχητικό νεύρο αρνείται να ακούσει αυτή τη λέξη.
Πριν από λίγο ανοίγοντας τις σελίδες των ειδήσεων, διάβασα για τον Στάθη. Ούτε και το οπτικό νεύρο θέλει να διαβάσει όμως. Ίδια ημερομηνία, σχεδόν ίδια ώρα, μόνο διαφορετική ημέρα… Τι ήταν ο Στάθης;
Ήταν ΦΙΛΟΣ!
Και όσοι έχουν νοιώσει την πραγματική φιλία αντιλαμβάνονται πλήρως πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη συγγένεια. Είναι μία εκλεκτική συγγένεια.
Πάρα πολλά χρόνια στενοί φίλοι και περισσότερο από μια δεκαετία μαζί στο ίδιο γραφείο για όλα τα διατηρητέα κτίρια, τα οποία αποκαταστήσαμε. Ο Στάθης ως Αρχιτέκτων ήταν ο αρχηγός-μελετητής έχοντας την αισθητική επιμέλεια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ο Στάθης ήταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. Δεν έχει νόημα τώρα να γράψω για το έργο του. Ούτε έχω τη διάθεση. Αλλά την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα… με τον πατέρα μου;
Γιατρέ μου (με αυτόν τον τρόπο προσφωνούσαμε ο ένας τον άλλο) σε παρακαλώ ανάλαβε την αισθητική αποκατάσταση της Ουράνιας Πολιτείας, ώστε με την άφιξή μας και εμείς να νοιώσουμε καλύτερα.
Μάρκελλε, Αλεξάνδρα δεν έχω λόγια. Θερμά συλλυπητήρια…
“Πιστεύω τῷ φίλῳ” Στάθη.
————————————
Παραθέτω στα σχόλια την τότε ανάρτησή μου από την έκθεσή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, τον Μάρτιο του 2016.