Τεύκρος Σακελλαρόπουλος – Conceptual Cinematography

Πηγαίνοντας στο Νταχάου…

Ήμουν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Γερμανίας περιμένοντας στο σταθμό το τραίνο για το Μόναχο. Ο καιρός μουντός, ως συνήθως και ψιλοέβρεχε. Κοίταζα έξω, εξ΄ άλλου δεν είχε καθόλου κίνηση και ο σταθμός ήταν γκρίζος. Ξαφνικά σταματάει στην είσοδο μία ασημένια μεγάλη Μερσεντές και κατεβαίνει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ο σύζυγος συνόδευε τη σύζυγο του για να επιβιβαστεί και αυτή στο τραίνο. Τη βοήθησε να μεταφέρει τις βαλίτσες της.

Το τραίνο σταμάτησε, δεν είχε καθόλου επιβάτες και ανέβηκα στο πιο κοντινό βαγόνι. Κάθισα και ήμουν μόνος. Μετά από λίγα λεπτά έρχεται και η ηλικιωμένη Γερμανίδα και κάθεται στην ακριβώς εμπρός μου θέση. Δεν κατάλαβα το γιατί, αλλά δεν έχει και σημασία. Από τη στιγμή εκείνη προσπαθούσε να ρυθμίσει το κάθισμα. Είναι αλήθεια πως είχε κάποιο ”κόλπο” και δεν ήταν καθόλου εύκολο να το εντοπίσεις. Μία παραξενιά των τεχνοκρατών  Γερμανών. Και εγώ αναρωτήθηκα πως θα το ρυθμίσω, αλλά με λίγη παρατηρητικότητα το κατάφερα και εννοώ την κλίση του καθίσματος για να είναι πιο αναπαυτικό. Η Γερμανίδα επί 20 περίπου λεπτά προσπαθούσε να το ανακαλύψει…

Δεν τα κατάφερνε. Σκέφτηκα να την βοηθήσω, αλλά με κυρίευσε η περιέργεια. Τι θα κάνει; Πόση ώρα; Η επιμονή της όμως με εξέπληξε. Με μία ασυνήθιστη κινητικότητα και ψάχνοντας παντού στο κάθισμα προσπαθούσε να ανακαλύψει τον τρόπο… Την παρατηρούσα με διακριτικότητα. Στο τέλος τα κατάφερε. Έκανα τον… υπολογισμό και από την ηλικία της μάλλον θα ήταν έφηβη στον πόλεμο… Ξαφνικά τη φαντάστηκα σα μία από τις περιβόητες και απίστευτα σκληρές γυναίκες φρουρούς σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης…

Βλέποντας τις πινακίδες “München” στα Γερμανικά από το παράθυρο με έπιασε κρύος ιδρώτας. Μα… πού πηγαίνω; Μόλις φτάσαμε στο σταθμό του Μονάχου ακολούθησα με τρόπο τη Γερμανίδα. Με χαρακτηριστικές κινήσεις και χωρίς να ζητήσει κάποια βοήθεια κατέβηκε με τις βαλίτσες της ενώ λίγο παραπέρα την περίμενε ένα ζευγάρι πιο νέων ανθρώπων. Μάλλον κάποιο από τα παιδιά της, από τον τρόπο υποδοχής υπέθεσα. Ήταν τόσο εμφανίσιμοι και με άρεια χαρακτηριστικά αλλά και αυτοί θα μπορούσαν να ήσαν ο άνδρας ένας των SS, ενώ η κοπέλα δίπλα του μία φανατική οπαδός του κόμματος.

Την άλλη ημέρα στο Μόναχο σκέφτηκα να επισκεφθώ την γνωστή μπυραρία του ομώνυμου πραξικοπήματος του Χίτλερ το 1923. Η μπυραρία είχε κατεδαφιστεί όμως το 1979 και στη θέση της έχει κατασκευαστεί ένα πολύ μεγάλο πολιτιστικό κέντρο. Ήθελα να δω την τοποθεσία. Τίποτα δε θύμιζε το παρελθόν. Αλλά δίψασα και σκέφτηκα να πιώ και μια μπύρα. Κάπου εκεί γύρω όντως υπήρχε μία μπυραρία και είχα την αφέλεια να περάσω την είσοδο. Όπως όταν το χειμώνα ανοίγεις το τζάμι να διώξεις μία ξεχασμένη μύγα και αυτή μόλις νοιώσει το κρύο επιστρέφει πάλι στη ζέστη του σπιτιού κάπως ανάλογα μπήκα και βγήκα. Μία παρέα ευτραφών Γερμανών, δεν υπήρχαν άλλοι, με κοίταξε και κατάλαβα… Σε μια απόσταση πριν από τον πάγκο διασταυρώθηκαν τα μάτια μου με τον μπάρμαν. Δεν…

Την επομένη τέλος για το Νταχάου. Και μόνο το όνομα, αυτή η κατάληξη σε –ου δεν μου πήγαινε καλά. Γνώριζα τόσα πολλά από την ιστορία, εικόνες, περιγραφές στο μυαλό μου… Αλλά ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα. Η βροχή είχε εξαφανιστεί, ούτε περίπατος στην εξοχή. Μόλις φτάνω στο Νταχάου όλα ήταν τόσο όμορφα. Μία μικρή πολιτεία ειδυλλιακή. Το πρώτο πρόβλημα: πώς θα ερωτήσω τη διαδρομή για το στρατόπεδο; Σκεφτόμουν μήπως θα έκανα να νοιώσει άβολα κάποιος κάτοικος της πόλης. Δεν πήγαινα δα και σε ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ερώτησα στα Γερμανικά έναν άνδρα και μία γυναίκα και οι δύο ευγενέστατοι και με χαμόγελο (περίμενα να δεχτώ χαστούκι να είμαι ειλικρινής) με καθοδήγησαν.

Ένας μικρός, χαμηλός μαντρότοιχος σε ένα επίσης ειδυλλιακό περιβάλλον και δίπλα σε ελάχιστη απόσταση τα γνωστά -κατά τη γνώμη μου ακαλαίσθητα και τυποποιημένα- αλλά περιποιημένα διώροφα κτίσματα κατοικιών των Γερμανών με τις στέγες και τις σοφίτες τους. Τόσο κοντά, μα τόσο κοντά…

Κάποιοι τουρίστες με κέφι και χάχανα κατέβαιναν από ένα τουριστικό πούλμαν, όπως πηγαίνοντας σε μία ευχάριστη εκδρομή… Ήθελα να τους εξηγήσω… Σιώπησα. Φτάνω στην Πύλη του Στρατοπέδου και δίπλα μου τα χάχανα κάπως περιορίστηκαν αλλά μέχρι εκεί.

Κατάλαβα. Τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά. Μία λεπτή γραμμή, μία απλή ρύθμιση του νου και αμέσως όλα τα όμορφα και ειδυλλιακά μετατρέπονται σε φριχτή πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα αποδεκτή και εξορθολογισμένη ως κάτι το εντελώς… φυσιολογικό. Νταχάου, μία μικρή πόλη στην εξοχή και ένα “εργοστάσιο” με προϊόν το θάνατο, όπως μία φάρμα παρασκευής γάλακτος ή ένα μηχανουργείο κατασκευής για βίδες μηχανημάτων…

Το Ολοκαύτωμα είναι μέσα μας και δεν χρειάζεται παρά ένα κίνητρο, μία ψευδαίσθηση έναν παραλογισμό διανθισμένο με “λογικά” επιχειρήματα να φουντώσει και πάλι. Η επίσκεψη από εκεί και πέρα ήταν απλά και μόνο μία διεκπεραιωτική διαδικασία φυσικής αντίληψης του χώρου.

Μετά από κάποιες ώρες φεύγοντας συνάντησα και πάλι τα χαρούμενα πρόσωπα και την υπέροχη εξοχή της πόλης του Νταχάου. Η επιγραφή “München”  (Μόναχο) δεν μου έκανε εντύπωση πλέον. Θα μπορούσε να έγραφε οτιδήποτε… θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε…

Σημ.: Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη σημερινή ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος. Θα έπρεπε να είναι για κάθε ημέρα…

Ίσως ενδιαφέρει και άλλους... (κοινοποιείστε)