Στρατής Αλεξίου
Στο παγκόσμιο σύστημα κάποιες από τις πρόσφατες στρατιωτικές συγκρούσεις φαίνεται να υποχωρούν. Αυτό μπορεί να δώσει λανθασμένες εντυπώσεις, γιατί πολλές από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται μακριά από μία μόνιμη ειρήνη. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι συγκρούσεις δεν έχουν μετεξελιχθεί σε κλασσικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, αποτελούν δηλαδή λανθάνοντες πολέμους. Από αυτούς, οι χαρακτηριστικότεροι είναι αυτοί που παρουσιάζονται στα επόμενα.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Τις προηγούμενες εβδομάδες, οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης επιβεβαίωσαν ότι τα ρωσικά στρατεύματα αυξήθηκαν κατά 14.000 στην περιοχή της Κριμαίας και στα σύνορα με την Ουκρανία. Η αύξηση αυτή διαμορφώνει μία ρωσική στρατιωτική δύναμη της τάξης των 40.000 στρατιωτών, ίση με αυτήν της Ουκρανίας που υπάρχει στην ίδια περιοχή. Το Κίεβο χαρακτήρισε αυτήν την ενέργεια ως πράξη εκφοβισμού, αλλά η Μόσχα δήλωσε ότι πρόκειται για ένα εσωτερικό της ζήτημα [1].
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κοστίσει 13.000 νεκρούς και περισσότερους από 1 εκατομμύριο εκτοπισμένους. Η σύγκρουση έχει παγώσει, μετά τις συμφωνίες του Μινσκ το 2015, οι οποίες εφαρμόζονται μόνο εν μέρει. Οι ασάφειες που χαρακτηρίζουν τις συμφωνίες αυτές, έχουν οδηγήσει σε μία κατάσταση μη-ειρήνης και μη-πολέμου. Η Μόσχα επιθυμεί να εφαρμοστούν τα δικαιώματα της αυτονομίας ─στην πραγματικότητα μίας μεταμφιεσμένης ανεξαρτησίας─ σε όλες τις ρωσόφιλες περιοχές της Ανατολής, πριν αποσύρει τα στρατεύματά της από τα διεκδικούμενα εδάφη. Το Κίεβο επιθυμεί το ακριβώς αντίθετο και η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο χωρών βρίσκεται στο ναδίρ.
Στην Ουκρανία, εδώ και έναν χρόνο, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι χάνει συνεχώς έδαφος, όχι τόσο από το ανοικτό θέμα της σύγκρουσης με τη Ρωσία, αλλά από την αδυναμία της κυβέρνησης να βελτιώσει τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας [2]. Για την ουκρανική ηγεσία, μία ανανέωση της εχθρότητας απέναντι στη Ρωσία, είναι ο μόνος νομιμοποιητικός παράγοντας που της απομένει.
Στη Ρωσία, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αντιμετωπίζει και αυτός δυσκολίες, λόγω της διαχείρισης της πανδημίας, των αμερικανικών κυρώσεων και της αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας. Η δημοφιλία του Ρώσου προέδρου βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταμετρηθεί, τα τελευταία χρόνια. Οι διαδηλώσεις του Ιανουαρίου συνδέονταν περισσότερο με τη χειροτέρευση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, παρά με τη σύλληψη του Αλεξέι Ναβάλνι. Οι όποιες διεθνείς επιτυχίες που εμφανίζει το Κρεμλίνο, δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν μία θετική εντύπωση [3]. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν διατίθεται ευνοϊκά απέναντι στη Μόσχα ─ο Πούτιν έχει ήδη χαρακτηριστεί ως δολοφόνος από τον Τζο Μπάιντεν─ αν και η Ρωσία δεν κέρδισε κάτι σημαντικό από την προεδρεία του Ντόναλντ Τραμπ, παρά τη ρητορική που είχε αναπτύξει το κατεστημένο της Ουάσιγκτον.
Οι αναλυτές δεν πιστεύουν ότι η Ρωσία θα εισβάλλει στην Ουκρανία. Ορισμένοι θεωρούν ότι η Μόσχα με την καταγγελία ότι το Κίεβο προετοιμάζεται για εθνοκάθαρση στην περιοχή του Ντον, μπορεί να αναπαραγάγει το σενάριο της Γεωργίας του 2008, όταν ο τότε πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι θέλησε να τερματίσει το ημιανεξάρτητο status των ρωσόφιλων περιοχών και κατέληξε στο να προκαλέσει τη ρωσική εισβολή. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους δεν θέλησε να εμπλακεί σε μία άμεση σύγκρουση με τη Μόσχα και η Γεωργία, έχασε τον πόλεμο.
Η Ουκρανία στηρίζεται από τη Δύση σε επίπεδο ρητορικής, αλλά δύσκολα θα εμπλακεί σε μία πολεμική σύγκρουση. Ακόμα πιο δύσκολα θα εμπλακεί σε αυτή τη σύγκρουση το ΝΑΤΟ. Ο κίνδυνος υφίσταται, αλλά υπάρχουν και μεγάλα συμφέροντα που διακυβεύονται, όπως ο αγωγός Nord Stream 2 [4]. Τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι η κατάσταση του μη-πολέμου θα συνεχιστεί.
Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Μετά από τρεις μήνες μυστικών διαπραγματεύσεων ο πρόεδρος Μπάιντεν διάλεξε μία μέση λύση. Όχι αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων την 1η Μαΐου ─όπως είχε συμφωνήσει ο Ντόναλντ Τραμπ με τους Ταλιμπάν, μέσα από μία βεβιασμένη συμφωνία χωρίς εγγυήσεις─ αλλά ούτε και μία επ’ αόριστον παραμονή όπως ζητούσαν οι στρατιωτικοί. Η αποχώρηση των στρατευμάτων αναβλήθηκε μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν θα συμπληρώνονται τα είκοσι χρόνια από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, από την οποία ξεκίνησε η αμερικανική εμπλοκή στο Αφγανιστάν. Ένας μικρός αριθμός Αμερικανών στρατιωτών θα παραμείνει στη χώρα για να προστατεύει την πρεσβεία και κάποιες άλλες εγκαταστάσεις.
Αυτή η εικοσαετία του πολέμου είχε ως θύματα 2.400 νεκρούς Αμερικανούς και δεκάδες χιλιάδες Αφγανούς, ενώ κόστισε περίπου $2 τρις. Ο Μπιν Λάντεν σκοτώθηκε το 2010 στο Πακιστάν, ενώ είχε ήδη χάσει όλη σχεδόν την επιρροή του. Η νέα γενιά των τζιχαντιστών που τον διαδέχθηκε έχει ηττηθεί, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί. Οι Ταλιμπάν πιστεύουν ότι μπορεί να ξαναγίνουν η κυρίαρχη δύναμη της χώρας [6].
Ο Ομπάμα δεν εμπιστεύονταν την αφγανική κυβέρνηση εκείνης της εποχής και ο Μπάιντεν συνεχίζοντας στην ίδια γραμμή, δεν εμπιστεύεται την τωρινή. Οι Αμερικανοί παρουσίασαν πρόσφατα ένα σχέδιο συμφωνημένης μετάβασης με συμμετοχή όλων, το οποίο η κυβέρνηση της Καμπούλ το υποδέχθηκε χωρίς ενθουσιασμό, ενώ οι Ταλιμπάν το απέρριψαν περιφρονητικά [7]. Τα είκοσι χρόνια κατοχής δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν το υπόβαθρο για μία βιώσιμη ειρήνη. Μία κυριαρχία των Ταλιμπάν θα μπορούσε να είναι καταστροφική σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο (κυρίως για τις γυναίκες), αλλά δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η χώρα θα μετατραπεί και πάλι σε ένα ορμητήριο του τζιχαντισμού. Ο Τζο Μπάιντεν δεν ήταν ποτέ θιασώτης της στρατηγικής της καταστολής των εξεγέρσεων. Με την απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας να έχει υποχωρήσει, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει φτάσει στο συμπέρασμα ότι παρά την ανυπαρξία συναίνεσης στο εσωτερικό της χώρας του, οι ατελείωτοι πόλεμοι δεν θα πρέπει να συνεχιστούν [8].
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΙΣΡΑΗΛ-ΙΡΑΝ
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση λανθάνοντος πολέμου, λόγω των παγκόσμιων και περιφερειακών επιπτώσεων που επιφέρει, είναι η υπαρξιακή εχθρότητα μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε έναν σιωπηρό πόλεμο, εδώ και χρόνια και η κάθε μία από αυτές, χρησιμοποιεί διαφορετικά όπλα. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί black operations, σε συνδυασμό με στρατιωτικές επιθέσεις ενάντια στους συμμάχους της Τεχεράνης. Το Ιράν χρησιμοποιεί το δίκτυο των περιφερειακών του επιρροών, ενώ επωφελήθηκε από την ανεπάρκεια της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης, προχωρώντας το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Το τελευταίο επεισόδιο σε αυτή τη λανθάνουσα σύγκρουση, ήταν το μπλακάουτ στο εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου της Νατάνζ, που υποχρεώθηκε σε διακοπή της λειτουργίας του. Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες απέδωσαν το σαμποτάζ στις αντίστοιχες ισραηλινές, αλλά η ισραηλινή κυβέρνηση δεν καταδέχθηκε να κάνει ούτε διάψευση [9]. Αυτό το σαμποτάζ συμπίπτει με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Βιέννης για την επαναφορά σε ισχύ της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν. Οι ΗΠΑ εμπλέκονται εμμέσως, αποφεύγοντας να συμμετέχουν στις συνομιλίες και αφήνουν τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία να διεξάγουν τις διαπραγματεύσεις [10].
Το Ισραήλ έχει κάνει σαφές ότι θα πράξει οτιδήποτε για να εξασφαλίσει ότι η JCPOA θα παραμείνει ανενεργή, δηλαδή στην κατάσταση που την καταδίκασε η κυβέρνηση Τραμπ με την απόσυρσή της από αυτήν και την πολιτική της «μέγιστης πίεσης» που υιοθέτησε απέναντι στην Τεχεράνη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να κάνει στροφή στο θέμα αυτό, αλλά είναι προσεκτική, λόγω της σκληρής αντίδρασης των Ρεπουμπλικανών και της εχθρικής στάσης του Ισραήλ.
Το γενικότερο κλίμα των αμερικανο-ισραηλινών σχέσεων είναι για άλλη μία φορά βαρύ, όπως ήταν και την εποχή του Ομπάμα. Εκτός από τη διαφωνία για το Ιράν, η Ουάσιγκτον πρέπει να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που έχει μπροστά της η κυβέρνηση Νετανιάχου. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έχει για άλλη μία φορά την ευκαιρία να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, αλλά αυτή την φορά αισθάνεται περισσότερο στριμωγμένος από την τριπλή δικαστική περιπέτεια στην οποία έχει εμπλακεί και η οποία τον αποδυναμώνει, μειώνοντας τις πιθανότητές του να διαμορφώσει μία νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν δεν το επιτύχει, το Ισραήλ θα οδηγηθεί σε νέες εκλογές, τις πέμπτες σε δύο χρόνια. Αλλά μέχρι τότε, μπορεί να έχει καταδικαστεί για οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που του αποδίδονται.
Το Ιράν έχει επιβιώσει από τις κυρώσεις του Τραμπ, τις οποίες δεν έχει άρει ο Μπάιντεν και διατηρεί τις θέσεις του στην περιοχή, σε Συρία, Υεμένη, Λίβανο και Ιράκ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να αποφορτιστεί από την πίεση. Σε αυτή τη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν υπάρχουν πολλές ναυτικές εμπλοκές, οι οποίες γίνονται όλο και πιο σοβαρές [11].
Η διαδοχή του Ανώτατου Ηγέτη και οι προεδρικές εκλογές, πλησιάζουν. Οι συντηρητικοί έχουν όλες τις δυνατότητες να καταλάβουν όλες τις θέσεις εξουσίας στη χώρα. Το τελευταίο διάστημα, η Τεχεράνη προσπαθεί να ισχυροποιήσει τις σχέσεις της με την Κίνα, αλλά υπάρχουν πολλά προβλήματα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
https://www.bbc.com/news/world-europe-56720589
https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-04-01/vladimir-putin-russias-weak-strongman
https://foreignpolicy.com/2021/04/09/russia-troops-border-donbass-war-putin-zelensky-ukraine/
https://www.nytimes.com/2021/03/30/world/asia/taliban-victory-afghanistan.html