Το ερώτημα τίθεται εξ΄ αρχής και είναι εξαιρετικά σαφές και ευθύ:
“Γιατί το θύμα δύο πληρωμένων εκτελεστών συμβολαίου θανάτου δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει, ενώ είχε έγκαιρα πληροφορηθεί για την άφιξη και το σκοπό τους”;
Και τον προβληματισμό τον θέτει ο ένας εκ των δύο εκτελεστών-δολοφόνων, ο οποίος εκτός του προηγουμένου αναρωτιέται και για το δυσανάλογο ύψος της αμοιβής αλλά και για τον άγνωστο… εργοδότη του.
Η απάντηση του ερωτήματος αποκαλύπτεται μόλις στο τέλος (και είναι λογικό για τη δομή του σεναρίου) και την ανακαλύπτει ο εκτελεστής, με κόστος όμως και τη δική του ζωή.
Έναν νεκρό δεν μπορείς να τον σκοτώσεις. Και το θύμα ήταν ήδη νεκρό, όσον αφορά την ψυχή του, ώστε η πληρωμένη εκτέλεση να αποτελούσε μία διεκπεραιωτική και ίσως και επιθυμητή για τον ίδιον διαδικασία.
Όσοι έχουν προδοθεί, όσοι τα έχουν χάσει όλα, σε όσους τα έχουν πάρει όλα, αποκτούν το προνόμιο της ανοσίας και είναι απρόσβλητοι από οποιαδήποτε δέσμευση. Κυρίως δεν φοβούνται τον θάνατο, διότι έχουν περάσει από μόνοι τους στην άλλη όχθη.
Τον νεκρό δεν τον σκοτώνεις και εάν το επιχειρήσεις ξοδεύεις άσκοπα τις σφαίρες σου.
Και για την ιστορία το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και έχει μεταφερθεί δύο φορές στην μεγάλη οθόνη. Θα μου άρεσε και μία τρίτη…