Στο εξαιρετικό “Χρονικό της Αλώσεως” του Γεωργίου Φραντζή, το οποίο περιγράφει με θαυμαστή λεπτομέρεια τα γεγονότα πριν και μετά την τραγική πτώση της Κωνσταντινουπόλεως διαβάζουμε τους δύο λόγους, τους οποίους εξεφώνησαν οι δύο άνδρες πριν την τελική στιγμή.
Είχε καταστεί σαφές μετά από 53 ημέρες πολιορκίας πως τα πράγματα είχαν φθάσει στο κρίσιμο σημείο τους. Όλα κρέμονταν από μία κλωστή. Και ίσως να ήταν κλωστή τύχης και όχι θάρρους ή γενναιότητας. Οι Βυζαντινοί αντιστέκονταν πολύ καλά μέχρι την στιγμή εκείνη. Ο Μωάμεθ ήταν ένα χιλιοστό πριν την απογοήτευση και την υποχώρηση.
Ωστόσο τελικά όλοι ένοιωσαν πως έφτασε η στιγμή της τελικής αναμέτρησης με μόνον τον έναν από τους δύο νικητή.
Πριν από την ώρα αυτοί και οι δύο συγκέντρωσαν τα στρατεύματα τους και εξεφώνησαν λόγους.
Ο Κων/νος Παλαιολόγος ως αμυνόμενος Αυτοκράτωρ εξεφώνησε έναν λόγο, ο οποίος ήταν αρκετά εκτεταμένος, σε σχέση με την κατάσταση και εστίασε σε τέσσερα σημεία:
1. Στην πίστη της βοήθειας από τον Θεό.
2. Στο ένδοξο παρελθόν.
3. Στην πίστη προς τον Βασιλέα (τον εαυτό δηλαδή).
4. Στις οικογένειες και την τύχη τους εάν τυχόν αλωθεί η Πόλις.
Ο Μωάμεθ ιδιαζόντως πανούργος ων, πολύ πιο σύντομος εστίασε σε ένα (με δύο σκέλη):
1. Στο απεριόριστο τριήμερο πλιάτσικο και σε δια βίου παροχές σε όσους ζήσουν.
2. Στα όμορφα κορίτσια του παραδείσου σε όσους (αναπόφευκτα) τύχει και σκοτωθούν.
Παρεμπιπτόντως το πρώτο το μετάνιωσε πολύ σύντομα, διότι οι βάρβαροι δεν του άφησαν τίποτα παρά μόνον τα κτίσματα.
Και παρά τον μύθο όπου μεταξύ του θηράματος και του θηρευτή επικρατεί το θήραμα, διότι αυτό αγωνίζεται για την ζωή του ενώ ο θηρευτής για το γεύμα του στην πραγματική ζωή φαίνεται πως οι υποσχέσεις στο μέλλον είναι ανίκητες εμπρός ακόμα και στο πλέον ένδοξο παρελθόν. Και τα τέσσερα σημεία του Αυτοκράτορα ναι μεν είναι σπουδαία (το τρίτο κατά τη γνώμη μου ήταν περιττό και άστοχο) κανένα δεν υποσχόταν κάποιο κέρδος στο μέλλον.
Και εάν κρίνουμε από τα περιστατικά, όπως περιγράφονται στο χρονικό ήταν μία ανεξήγητη στιγμή δειλίας του έως τότε γενναίου στρατηγού Ιωάννη Ιουστινιανού, ο οποίος από ένα ασήμαντο τραύμα στο πόδι του εγκατέλειψε τη μάχη. Και αυτό ήταν η αρχή του τέλους μίας αμφίρροπης έως τότε εξέλιξης.
Διότι η θέα του αίματος τον έκανε προφανώς να θέλει όσο τίποτα άλλο να σώσει τη ζωή του και τα τέσσερα κίνητρα δεν είχαν την πρακτική δύναμη να του παρέχουν την ελάχιστη εκείνη δύναμη, η οποία ήταν απολύτως αναγκαία για το ασήμαντο ποσοστό υπερβάλλουσας δύναμης, η οποία απαιτείται με τον πλέον αμείλικτο τρόπο την εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή.