Πριν από λίγες δεκαετίες επισκέφθηκα την Κολωνία. Ήθελα πολύ να επισκεφθώ αυτήν την πόλη για δύο κυρίως λόγους:
Ο πρώτος ήταν για τον καθεδρικό ναό της, τον επονομαζόμενο Kölner Dom ή σκέτο… Dom. Η Γοτθική Αρχιτεκτονική πάντοτε με εντυπωσίαζε αν και δεν γνώριζα το λόγο. Φρόντισα λοιπόν να επισκεφθώ όσο περισσότερους ναούς του είδους, ώστε να κατανοήσω το σκεπτικό, το οποίο κρύβεται πίσω από αυτό το στυλ. Με ενδιέφεραν κυρίως οι αντηρίδες, οι οποίες προσομοιάζουν ψαροκόκαλο, αλλά στην πραγματικότητα επιτελούν σπουδαίο στατικό έργο. Ο Ναός της Κολωνίας παρεμπιπτόντως είναι και ο δεύτερος μεγαλύτερος στον κόσμο μετά τον Ντουόμο του Μιλάνου. Πολύ ωραία εδώ και μία μικρή ανάλυση για τις αντηρίδες στο επίμετρο στο τέλος.
Ο δεύτερος ήταν αρκετά ταπεινός και εμπεριέχει και ολίγη κακεντρέχεια (εκ μέρους μου). Ήθελα να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι πως είναι σήμερα η Κολωνία μετά από τους βομβαρδισμούς της κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ. Η Κολωνία υπέστη 31 βομβαρδισμούς εκ των οποίων ο χειρότερος ήταν της επιχείρησης Millennium το βράδυ της 30ης προς 31ης Μαρτίου 1942. Ονομάστηκε Millennium διότι συμμετείχαν περισσότερα από 1000 βομβαρδιστικά, 1047 για την ακρίβεια.
Συνολικά στο τέλος του πολέμου το 92% των κτιρίων της έπαθαν ζημιές, ενώ το 60% καταστράφηκε ολοσχερώς. Είναι το κόστος όταν αποφασίζεις να κυριεύσεις τον Κόσμο, αλλά η θεωρία σου δεν εξελίσσεται με τον τρόπο, τον οποίον την σχεδίασες.
Όπως και να έχει το πράγμα, η Κολωνία σήμερα είναι μία τυπική μεταπολεμική άχαρη πόλη, όπως πολλές Γερμανικές με τους πεζοδρόμους της και ό,τι ακριβώς περιμένει να συναντήσει ο επισκέπτης της.
Ήταν μεσημέρι μιας καλοκαιρινής ημέρας όταν έφτασα και αποφάσισα, αφού τακτοποιήθηκα σε ένα θλιβερό αλλά κεντρικό κατάλυμα για μία αρχική βόλτα προσανατολισμού στο κέντρο της πόλης. Πάντα θυμόμουν έναν άριστο πρώην μαθητή του πατέρα μου, ο οποίος σπούδαζε στη Γερμανία και ο οποίος μου είχε στείλει ένα γράμμα όταν ήμουν ακόμα μαθητής στο οποίο μου έγραφε πως δεν πρέπει να κρίνω την εξωτερική εμφάνιση διότι το εσωτερικό περιεχόμενο δεν συμβάδιζε με την λαμπερή βιτρίνα. Για να είμαι ειλικρινής ούτε τη… βιτρίνα δεν έβλεπα αλλά μου το επιβεβαίωσε και ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος σπούδαζε εκεί και είχε προσωπική άποψη. Αυτό ισχύει… γενικώς!
Όλοι ήταν κομψά ντυμένοι κι εγώ ομολογώ πως ήμουν στο μαύρο μου το χάλι. Τέλος πάντων κάποια στιγμή ενώ η ημέρα ήταν λαμπερή, καλύπτεται ο ουρανός με σύννεφα και ξεσπά μία καταιγίδα άλλο πράγμα. Που να προβλέψω για ομπρέλα και τέτοια αξεσουάρ. Σκέφτηκα πως θα… αποκλειστώ στο κέντρο, διότι με τέτοια μπόρα όχι παπί αλλά ούτε δελφίνι θα γύριζα στο δωμάτιό μου. Αλλά πρόσεξα ταυτόχρονα πως κανένας δεν είχε μαζί του ομπρέλα. Απλά μόλις ξέσπασε η καλοκαιρινή κατώγειά, όλοι με τάξη έσπευσαν να προφυλαχτούν στα πολλά υπόστεγα.
Κανένας δεν βιαζόταν ούτε έδειχνε πως η βροχή επηρέαζε το πρόγραμμά του. Αυτό με υποψίασε και σκέφτηκα πως… μπόρα είναι θα περάσει! Αφού οι κάτοικοι δεν ανησυχούν και ήρεμα περιμένουν να σταματήσει, τότε… θα σταματήσει! Και όντως μετά από λίγο καθάρισε ο ουρανός και όλοι συνέχισαν τη βόλτα τους σα να μην τρέχει τίποτα. Εμένα με ένοιαζε διότι είχα μόνο ένα καλό ζευγάρι παπούτσια μαζί μου και εάν βρεχόταν θα είχα ζήτημα, νομίζω είχα και ένα ζευγάρι αθλητικά για ασφάλεια.
Πολύ ωραία θα μου πείτε μια χαριτωμένη (έστω) ιστοριούλα, η οποία δεν εμπεριέχει κάποιο σπουδαίο φιλοσοφικό ζήτημα ούτε κάποια συγκλονιστική εμπειρία. Και ούτε καν πρωτότυπη δεν είναι σε σκεπτικό, διότι και στη Σαχάρα όταν ήμουν προφανώς δεν είδα κανέναν με χειμωνιάτικα ρούχα.
Αυτό, το οποίο μου έκανε εντύπωση (και ακόμα μου κάνει) είναι ΓΙΑΤΙ αυτή η απλή σκέψη δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου. Καθόλου δείγμα ιδιαίτερης ευφυίας να παρατηρείς τι κάνουν οι κάτοικοι σε έναν άγνωστο τόπο και να τους μιμείσαι. Αλλά και καθόλου προοδευτικό το να μιμείσαι και να κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι.
Και καταλήγω σε αυτό, το οποίο θεωρώ πως είναι και η ουσία της μόνιμης επαναφοράς στο μυαλό μου αυτής της εμπειρίας.
Η Ελληνική κοινωνία και η περιρρέουσα νοοτροπία είναι καθηλωμένη στο “να δούμε τι κάνουν οι άλλοι”. Και κατ΄ επέκταση να τους μιμηθούμε. Και έχουμε ένα “θαυμάσιο” περιβάλλον στάσιμων υδάτων, όπου κάθε τι, το οποίο κινείται ή είναι διαφορετικό να θεωρείται “κάπως” και κυρίως ανασφαλές.
Θυμάμαι αυτή την εμπειρία διότι αυτό, το οποίο έκανα ΔΕΝ ήταν το φυσιολογικό, αφού έκανα ό,τι έκαναν οι άλλοι. Έπρεπε χωρίς ομπρέλα να περπατήσω μέσα στη βροχή και ας άρπαζα το κρύωμα της ζωής μου και ας γίνονταν καραβόπανο τα μποτάκια μου και εγώ… παπί. Και την ομπρέλα δεν την χρειαζόμουν. Γιατί έπρεπε και αυτό να το είχα προβλέψει; Και γιατί να μην βραχώ στο κάτω-κάτω της γραφής;
Και από τότε το μάθημα της Κολωνίας ήταν και παραμένει ένα:
Περπάτα μέσα στη βροχή, παρά να στέκεσαι να περιμένεις. Και εάν έχεις και λίγο κέφι, εκεί όπου οι σταγόνες θα τρέχουν στο πρόσωπό σου τραγούδα, ξεδιψά επίσης. Η μπόρα θα περάσει και εσύ εάν περιμένεις να σταματήσει ναι μεν δεν θα βραχείς, αλλά θα έχεις παραμείνει εκεί, όπου από την αρχή της ήσουν!
Ναι! Όλοι έκαναν λάθος κάποτε στην Κολωνία (κι εγώ μαζί).
Επίμετρο
Η σημασία των αντηρίδων στους Γοτθικούς ναούς.
Οι αντηρίδες (ή αντηρίχια) στους Γοτθικούς ναούς αποτελούν έναν κρίσιμο αρχιτεκτονικό και στατικό μηχανισμό, ο οποίος επιτρέπει την κατασκευή μεγάλων και υψηλών κτιρίων με λεπτούς τοίχους και μεγάλα ανοίγματα, όπως παράθυρα και ρόδακες. Η σημασία τους έγκειται κυρίως στην παραλαβή των κατακόρυφων και οριζοντίων δυνάμεων, οι οποίες ασκούνται στους τοίχους του ναού, κυρίως λόγω των βαριών θόλων και των υψηλών κωδωνοστασίων.
Οι Γοτθικοί ναοί χαρακτηρίζονται από τις μεγάλες καμάρες και τους θόλους, οι οποίοι προκαλούν πλευρικές πιέσεις στις τοιχοποιίες. Οι αντηρίδες λειτουργούν παραλαμβάνοντας αυτό το φορτίο εξωτερικά από τον τοίχο και διοχετεύοντάς το στο έδαφος. Συνεπώς οι τοίχοι δεν χρειάζεται να είναι παχείς για να αντέχουν το βάρος, κάτι, το οποίο επιτρέπει την τοποθέτηση μεγάλων παραθύρων και την είσοδο άπλετου φωτός στο εσωτερικό του ναού, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της Γοτθικής αρχιτεκτονικής.
Επιπλέον, οι εξωτερικές αντηρίδες δεν είναι απλώς λειτουργικές, αλλά και διακοσμητικά στοιχεία προσθέτοντας στην οπτική γοητεία των ναών, με πολλές να φέρουν περίτεχνα γλυπτά ή άλλα πρόσθετα όμορφα (ή όχι) στοιχεία.
Αυτή ήταν (και είναι) η απάντηση του πρώτου ερωτήματος και στο γιατί με έθελγε η Γοτθική Αρχιτεκτονική.