Δεν θυμάμαι ακριβώς χρονολογία, αλλά οπωσδήποτε ήταν πριν το 1989, διότι τότε ήμουν 26 ετών. Και γιατί έχει σημασία αυτό; Διότι ταξίδευα ολόκληρη την Ευρώπη με την κάρτα interrail, η οποία την εποχή εκείνη μπορούσε να εκδοθεί μόνο για όσες και όσους ήταν 26 ετών και κάτω.
Πρέπει να ήταν το 1984 ή 1985, καλοκαίρι όταν πήρα τα μπογαλάκια μου και ξεκίνησα για το μεγάλο σιδηροδρομικό ταξίδι. Προορισμός κατά βάση η Βόρεια Ευρώπη. Μετά από έναν μήνα το ταξίδι έφτασε στο τέλος του. Είχα επιλέξει τη Βιέννη ως το σημείο επιστροφής. Κατανοείτε πως μετά από έναν μήνα αλήτικης ζωής ήμουν αρκετά εξαντλημένος και είχα υπολογίσει τις εναπομείνασες δυνάμεις μου για την επιστροφή. Φυσικά από θέση έκλεισα σε ένα κουπέ (το φτηνότερο) όπου στοιβαχτήμε έξι. Εμένα η θέση μου ήταν δίπλα στο παράθυρο, όπως και επιθυμούσα. Αλλά μόλις είδα τους συνταξιδιώτες μου άρχισα να υποψιάζομαι το λάθος μου. Τους τρεις δεν τους θυμάμαι, αλλά μάλλον ήταν μεσήλικες. Οι άλλοι δύο ήταν ένα νεαρό ζευγάρι Αυστριακών, το οποίο συνεχώς χασκογέλαγε και χαριεντιζόταν, αλλά σαχλαμαρίζοντας.
Και το χειρότερο από όλα επειδή κάθονταν απέναντι ο ένας από την άλλη ένωσαν τα πόδια τους κλείνοντας την πρόσβαση μου στον διάδρομο. Και τότε σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να σηκωθώ για την τουαλέτα τη νύχτα, όταν θα κοιμούνταν. Και αμέσως συνειδητοποίησα πώς θα περνούσαμε εκεί μαζί δύο ολόκληρες νύχτες, διότι για κακή μου τύχη είχε μόνο βραδινό δρομολόγιο για Αθήνα.
Συγκέντρωσα όλες τις τεχνικές του Ζεν για να ανταπεξέλθω στην πολύ άβολη κατάστασή μου. Τη νύχτα κάπως τα κατάφερα και μισο-κοιμήθηκα. Διασχίζαμε την τότε Γιουγκοσλαβία. Δεν θυμάμαι που και πως και ξαφνικά (πρέπει να ήταν γύρω στις 2:00 μετά τα μεσάνυχτα) ένα απότομο τράνταγμα και το τραίνο σταμάτησε.
Ξυπνήσαμε όλοι αλλά δεν πήγε κάπου το μυαλό μας. Δεν πέρασε λίγη ώρα και αντιληφθήκαμε πως κάτι κακό συνέβαινε. Σίγουρα συνέβαινε διότι σε λίγο ακούσαμε φωνές και έναν σιδηροδρομικό υπάλληλο να μας προστάζει έντονα με νοήματα και στη Σερβική μάλλον να βγούμε έξω. Οι Γιουγκοσλάβοι τότε δεν φημίζονταν για την ευγένειά τους κάτι, το οποίο διαπίστωσα και αργότερα όταν με κατέβασαν μόνο εμένα από όλο το τραίνο συνοδεία αστυνομικών και με… ξετίναξαν! Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία και για το τέλος.
Λοιπόν! Το τραίνο είχε εκτροχιαστεί. Εγώ ήμουν στα τελευταία βαγόνια. Βγαίνοντας έξω είχαν ανάψει κάποιοι προβολείς και μέσα από φωνές και προστάγματα (δεν μας άφηναν ούτε να σταματήσουμε δευτερόλεπτο) είδα κάτι, το οποίο δεν μπορώ προφανώς να ξεχάσω. Η μηχανή είχε ανατραπεί, τα πρώτα βαγόνια είχαν εκτροχιαστεί και έπεσαν στο πλάι αλλά το φοβερότερο όλων ήταν οι σιδηροδρομικές ράγες να έχουν ξηλωθεί και να έχουν στρίψει όπως τα… μακαρόνια! Αυτό τότε μου φάνηκε αδιανόητο και εντελώς δυσεξήγητο. Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί;
Οι δυνάμεις όμως είναι τρομακτικές και μπορούσαν να προκαλέσουν αυτή τη ζημιά. Εάν μάλιστα συμπλέκονταν με τους τροχούς τότε ίσως τα “μακαρόνια” να εξηγούνταν. Όλα αυτά όμως τα σκέφτηκα πολύ αργότερα.
Μας έβαλαν άρον-άρον σε κάποια λεωφορεία και μας πήγαν στον επόμενο σταθμό να περιμένουμε το επόμενο… τραίνο την άλλη ημέρα για να συνεχίσουμε. Καμία άλλη φροντίδα. Όσο και να ακούγεται αυτό κυνικό και τραγικό, εμένα μου φάνηκε καλύτερο και ένοιωσα και ανακούφιση, διότι δεν θα ήμουν στο κουπέ με το γελοίο ζεύγος (δεν είμαι πουριτανός, κάθε άλλο, αλλά δεν αντέχονταν), μέχρι που σκέφτηκα μήπως υποσυνείδητα… προκάλεσα εγώ τον εκτροχιασμό!
Για να γλυκάνω λίγο τις σκέψεις μου, ήλπιζα πως δεν θα υπήρχαν νεκροί ή τραυματίες, κάτι, το οποίο ποτέ μου δεν έμαθα. Υπήρχαν βέβαια ασθενοφόρα και αστυνομία αλλά ήταν μόνο εκτροχιασμός και όχι σύγκρουση.
Έφτασε την επομένη το άλλο τραίνο, στοιβαχτήκαμε όπως-όπως όρθιοι και καταταλαιπωρημένοι, μάλιστα κοιμήθηκα επάνω στη λεκάνη της τουαλέτας, την οποίαν κάπως καθαρίσαμε και χρησιμοποιούσαμε σαν… κάθισμα εκ περιτροπής.
Δύο σημεία:
Το πρώτο: Στα σύνορα με την Ελλάδα με κατέβασαν από όλο το τραίνο (είναι ένα περίεργο συναίσθημα να σε κοιτάζουν όλοι από τα παράθυρα και με δύο αστυνομικούς από πίσω σου συνοδεία)… Γιατί εμένα και τι έψαχναν, άλυτο μυστήριο. Βέβαια όταν τελικά από καμιά ώρα με άφησαν ελεύθερο, στο τραίνο όλοι διακριτικά τηρούσαν αποστάσεις ασφαλείας γύρω μου. Είχε ένα πλεονέκτημα αυτό.
Το δεύτερο: Μέσα στο γενικό χαμό της επιστροφής μία ομάδα Γερμανών της ηλικίας μου άρχισε να μου λέει διάφορα. Μου έλεγαν πόσο ανώτεροι και πολιτισμένοι ήταν κλπ μπούρδες. Κάποια στιγμή πιάσαμε και τους σιδηρόδρομους στο στόμα μας. Η Γιουγκοσλαβία διέθετε από τότε ηλεκτροκίνητους συρμούς και διπλές γραμμές, ενώ η Ελλάδα μηχανές ντήζελ και μονή γραμμή.
Το τελευταίο μου επιχείρημα πριν τους στείλω ήταν πως αυτό, το οποίο όλοι εσείς στην Ευρώπη καταφέρνετε με δύο γραμμές, εμείς στην Ελλάδα το καταφέρνουμε με… μία! Περιέργως έπιασε γιατί δεν το είχαν σκεφτεί…
Και τώρα με πίκρα σκέφτομαι γιατί το είπα…