Χθες το βράδυ αποφάσισα να παρακολουθήσω για μάλλον… τέταρτη φορά την “Συνομιλία” “The Conversation”, ταινία του 1974 του Φράνσις Φορντ Κόππολα. Όταν παρακολουθώ μία ταινία δεν το κάνω για ψυχαγωγικούς σκοπούς, αλλά εν είδει σεμιναρίου. Για κάποιον λόγο ήθελα να την μελετήσω πάλι.
Το πρωί διαβάζω πως ο Τζιν Χάκμαν έφυγε μαζί με τη σύζυγό του και το σκύλο τους από τη ζωή. Εν τω μεταξύ όσο την παρακολουθούσα σκεφτόμουν πόσο καλός ηθοποιός είναι (ήταν). Και δεν είναι η μοναδική ταινία του, την οποίαν έχω παρακολουθήσει αλλά μία από τις πολλές. Ο ίδιος ωστόσο τη θεωρούσε ως την καλύτερή του, όσον αφορά την ερμηνεία του.
Και ο Τζιν Χάκμαν δεν ήταν το πρότυπο του γόη, όπως ας πούμε το στυλ του Αλαίν Ντελόν, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Ένας σπουδαίος ηθοποιός από κάθε άποψη.
Στο σημείο αυτό να τονίσω πως οι καλοί ηθοποιοί μπορούν να “σώσουν” κατά κάποιον τρόπο και μία κακή ταινία. Σίγουρα το σενάριο είναι ο σκελετός στον οποίον θα κινηθούν και ένα κακό σενάριο δεν αφήνει στον ηθοποιό να ξεδιπλώσει τις δυνατότητές του, αλλά παρ΄ όλα αυτά καλές ηθοποιίες έχουν κρατήσει κάπως μέτριες ταινίες. Πάντως αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν η ταινία είναι κακή ή αλλοπρόσαλλη.
Προσέξτε όμως μία διαφορά! Όταν ένας καλός ηθοποιός πρωταγωνιστεί σε μία κακή ταινία η υποκριτική του εξετάζεται σε συνδυασμό με τη διασημότητά του. Τον παρακολουθούμε και αγνοούμε πολλές άλλες παραμέτρους της ταινίας, διότι είναι γνωστός και διάσημος.
Άγνωστοι όμως ηθοποιοί πολύ υψηλής εμβέλειας δεν τυγχάνουν αυτής της μεταχείρισης, διότι εκεί προσέχουμε τα πάντα και συνήθως τους αγνοούμε και προφανώς δεν σώζουν μία κακή ταινία. Εάν ποτέ γίνουν διάσημοι η ίδια ταινία αποκτά άλλη δυναμική. Και κρατήστε δύο ονόματα, όπως του Κίλιαν Μέρφυ (Οππενχάιμερ) και Έιντριεν Μπρόντυ (The Brutalist) γιατί θα αναφερθώ σε αυτά πολύ σύντομα, ιδίως στον δεύτερο.
Τέλος πάντων για τον Χάκμαν ήθελα να γράψω και επεκτάθηκα και φυσικά θα προσέχω ποια ταινία θα επιλέγω το βράδυ να παρακολουθήσω.