Πριν από πολλά χρόνια συνάντησα σε κάποια αυτοψία μου σε ένα κεντρικό διατηρητέο κτίριο των Αθηνών έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό. Είχα προσκληθεί από την μεγάλης ηλικίας επίσης σύζυγό του για να διαπιστώσω πιθανές βλάβες στο κτίριο. Ο ίδιος είχε αφυπηρετήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα.
Δεν θυμάμαι ακριβώς ποια ήταν αυτή η υπόθεση τότε, η οποία κυριαρχούσε στη δημοσιότητα αλλά δεν ήταν “εύκολη”, με την έννοια πως υπήρχαν αντικρουόμενες εκδοχές και ανεπαρκή στοιχεία· δεν μπορώ να θυμηθώ όμως ποια ήταν.
Στη συζήτηση, το έφερε και η κουβέντα και του ζήτησα, εάν μπορούσα να του απευθύνω μία ερώτηση, σχετικά με τον κλάδο του. Ευχαρίστως δέχτηκε. Τον ερώτησα λοιπόν:
-“Τι κάνει ένας δικαστικός, όταν δεν ‘αισθάνεται’ καλά με μία υπόθεση ή όταν η υπόθεση αυτή δέχεται κοινωνική ή και πολιτική πίεση;”
Έδειξε να τον χαροποιεί το ερώτημα και μου απάντησε ως εξής (μεταφέρω τώρα μετά από δεκαπέντε και πλέον έτη περίπου την απάντηση):
-“Όταν ανέλαβα υπηρεσία, μας κάλεσε ο γενικός προϊστάμενος να μας υποδεχθεί και να μας καλωσορίσει. Και τι ήταν το πρώτο πράγμα, το οποίο μας συμβούλευσε; Να ΜΗΝ ‘επιλέγουμε’ ποτέ υπόθεση, αλλά να δικάζουμε ό,τι μας τυχαίνει.”
Διότι, όπως μου εξήγησε, είναι βέβαιον πως εκείνο, το οποίο θέλουμε να αποφύγουμε, είναι ακριβώς αυτό, το οποίο θα μας συμβεί, αλλά από όχι εκεί από όπου υποθέτουμε ή περιμένουμε!”
Η πείρα της ζωής μου, μου έχει καταδείξει την απόλυτη ισχύ του προηγούμενου αξιώματος. Σε συνδυασμό μάλιστα με το άλλο αξίωμα, το οποίο επίσης έχει τεράστια ισχύ “ποτέ δεν γνωρίζεις από τι χειρότερο σε έσωσε η… κακή σου τύχη”, το καλύτερο, το οποίο έχεις να κάνεις σε πολλές περιπτώσεις είναι να ΜΗΝ κάνεις τίποτα. Άφησε την ευθύνη της επιλογής στην ίδια τη ζωή…
Και προσέξτε! Αυτό δεν αποτελεί μοιρολατρία. Μην επιλέγεις με τις δικές σου προκαταλήψεις, διότι είναι δεδομένο πως θα σου… επιβεβαιωθούν, αλλά από διαφορετική οδό.