Χθες το βράδυ αποφάσισα να παρακολουθήσω μία κιν/κή ταινία, γένους νέο-νουάρ, όπως χαρακτηριζόταν. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως ήταν κάτι λιγότερο από αυτό, το οποίο υποσχόταν. Όχι όμως και κακή, αλλά έλλειπε αυτό το “κάτι”, το οποίο θα την καθιστούσε ασυναγώνιστη (διότι η υπόθεσή της ήταν πολύ καλή).
Μετά τα πρώτα πέντε λεπτά σκέφτηκα εάν θα ήθελα να αφιερώσω 92 λεπτά ακόμα από το χρόνο μου· τελικά την είδα μέχρι τέλους! Γιατί; Διότι ακριβώς ΔΕΝ ήταν τόσο καλή! Και επειδή φαινόταν πως ο σκελετός της θα ήταν καλός, ακόμα και οι ατέλειες (κυρίως στη σεναριακή δομή και το ύφος) δεν φάνηκαν να ενοχλούν.
Επειδή 97 λεπτά από το χρόνο της ζωής μας δεν είναι αστεία ποσότητα να ξοδευτεί χωρίς όφελος σκέφτηκα μετά τι κέρδισα. Λοιπόν! Συνειδητοποίησα πως η γοητεία των “σκουπιδιών” (δεν αναφέρομαι στη συγκεκριμένη, διότι δεν ήταν), έγκειται στο γεγονός ότι είναι… σκουπίδια!
Προσπαθούμε να κατανοήσουμε πώς εκπομπές χειρίστης στάθμης, όπως αυτές οι οποίες κατακλύζουν τα μέσα έχουν τηλεθέαση από κοινό υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Η απάντηση είναι νομίζω αυτή. Δεν είναι πως ελκύεται το κοινό αυτής της κατηγορίας από κάποια εσωτερική αιτία (όχι πως δε συμβαίνει ΚΑΙ αυτό). Απλά οι εκπομπές αυτές είναι τόσο σκουπίδια, ώστε αποκτούν τη γοητεία του σκουπιδιού!
Και επειδή δεν μπορώ να μην ενδώσω στον πειρασμό να σχολιάσω ΚΑΙ κάποιο κοινωνικό σημείο της υπόθεσης της ταινίας, αφού μάλιστα ήταν και νέο-νουάρ, θα το συσχετίσω με το προηγούμενο και το… κρίμα στο λαιμό μου. Το κυρίαρχο πρόσωπο της ταινίας, μία πρώην (και νυν) πόρνη εξευτέλιζε ασυστόλως τον πανίσχυρο, αλλά μεγάλης ηλικίας σύζυγό της, ο οποίος ήταν και ανώτατος δικαστής με πολιτικές προεκτάσεις.
Η πολύ μεγάλη εξουσία σε κάποιους ανθρώπους, τους καθιστά επιρρεπείς στο να σέρνονται κυριολεκτικά από το ακριβώς αντίθετό τους (θεωρητικά, διότι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι το ίδιο και να μην το γνωρίζουν), απλώς να έγινε… λάθος στην αντιγραφή. Αυτή η παρατήρηση είναι πολύ χρήσιμη σε πολλούς (και πολλές).