Το βιβλίο του Σαλμάν Ρουσντί με τον ακριβώς αντίστροφο τίτλο του άρθρου, αγοράστηκε στις 17 Οκτωβρίου του 1989 στην Αθήνα από τον πατέρα μου και θυμάμαι πως ήμουν κι εγώ μαζί του έναντι… 1900 δραχμών (υπάρχει ακόμα η τιμή σημειωμένη επάνω του, μη νομίσετε πως τη θυμάμαι)! Το κατέβασα χθες από ένα ράφι της βιβλιοθήκης, όπου για πάρα πολλά χρόνια έμενε αδιάβαστο.
Όχι από τον πατέρα μου, αλλά από εμένα. Για κάποιον λόγο, ποτέ μου δεν είχα ούτε την παραμικρή περιέργεια να το διαβάσω. Εάν θυμάμαι καλά πάντως η γνώμη του για το βιβλίο, δεν ήταν και η καλύτερη. Είχα την αίσθηση ωστόσο πως περισσότερο ωφελήθηκε από τη δημοσιότητα λόγω της φετουά (γνωμοδότηση θρησκευτικού δικαστή των μουσουλμάνων) εναντίον του συγγραφέα παρά από το περιεχόμενό του. Ας είναι· ο καθ΄ ένας ας κρατήσει την άποψή του.
Ξεφυλλίζοντάς το χθες το βράδυ εστίαζα στις υπογραμμίσεις και σημειώσεις με μολύβι. Ούτε και χθες είχα περισσότερη περιέργεια. Στις σελίδες 550 έως 553 (πρόκειται για την έκδοση από τα “ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ” του 1989) είναι σημειωμένες κάποιες προτάσεις, οι οποίες εμπεριέχουν όντως πολύ αισχρές και χυδαίες λέξεις. Αλλά αυτό ήταν το στυλ του συγγραφέα, δική του επιλογή και δεν την κρίνω. Ακριβώς στην αντίθετη πλευρά της σελίδας γράφει… προφητικά:
“Φαίνεται πως έχω γίνει άνθρωπος εμπιστοσύνης, Μίμι. Η τέχνη της δολοφονίας είναι να πλησιάσεις πολύ κοντά το θύμα. Για να το μαχαιρώσεις ευκολότερα.”
Και όντως μετά από τόσες δεκαετίες σα να το προέβλεψε πως θα του συνέβαινε από έναν, ο οποίος ήταν και καλεσμένος του!
Όταν η δομή ενός ανθρώπου βασίζεται σε πολιτικές και κυρίως θρησκευτικές πεποιθήσεις, οποιαδήποτε “επίθεση” ανεξαρτήτως λογικής αποτελεί ευθεία προσβολή στην προσωπικότητα του. Κατακρημνίζεις ουσιαστικά το αξιακό του οικοδόμημα και εκμηδενίζεις τη ζωή του. Με την λογική έχεις κάποιες ελπίδες να συζητήσεις με την πίστη όμως καμία. Αυτό, το γνωρίζουν άριστα οι διαπραγματευτές, οι οποίοι μόλις διαπιστώσουν “πίστη” στην αντίθετη πλευρά δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν άλλο. Δεν θα πείσουν σε καμία περίπτωση.
Η πίστη βέβαια έχει και την εξαιρετικά θετική της πλευρά, εάν χρησιμοποιείται ως πυλώνας στήριξης. Η θρησκευτική όμως πίστη είναι κάτι, το οποίο πρέπει να σεβαστείς. Και μην ξεχνάτε πως η κάθε είδους πίστη έχει και το άκρο της: τον φανατισμό. Εκεί ο άνθρωπος είναι τόσο βαθιά πλημμυρισμένος, ώστε το να θίξεις τα πιστεύω του είναι ακριβώς σα να τον πνίγεις· ακριβώς. Προσέξτε τώρα και αυτή τη λεπτομέρεια: δεν αρκεί μόνο να μη θίξεις ευαίσθητα σημεία πίστης αλλά ο φανατισμένος επιδιώκει να γίνεις σαν κι αυτόν, άλλωστε πρέπει να εξοντωθείς. Και τούτο, διότι βυθισμένος στα βάθη του ωκεανού του φανατισμού, χρειάζεται απεγνωσμένα τον αέρα της δικής σου αναπνοής για να κρατηθεί στη ζωή. Βλέπετε σε πολιτικό επίπεδο, καμία δικτατορία δεν επιτρέπει την επιλογή εξόδου· πρέπει να μείνεις εκεί και να αποδεχτείς το σύστημα.
Εν κατακλείδι και μαζί και η θέση μου: κάθε μορφή τέχνης οφείλει να εμπεριέχει ερέθισμα σκέψης και προβληματισμών με τελικό στόχο τη βελτίωση του ανθρώπου γενικώς και των κοινωνιών. Οι μέθοδοι γελοιοποίησης και εισβολής θρησκευτικών συμβόλων αποτελούν βάναυσο ατόπημα. Ό,τι προκαλεί μίσος εξ΄ ορισμού είναι λάθος, διότι ούτε διορθώνει κάτι, αλλά ούτε και το καταλαγιάζει. Και περισσότερο μίσος οδηγεί σε περισσότερο πόνο και χωρίς αποτέλεσμα (δεν συμπεριλαμβάνω την αναγκαστική και θεμιτή άμυνα σε πρόκληση).
Ο Ρουσντί μάλλον αυτό δεν το πρόσεξε, διότι ούτε για τον εαυτόν του απέφυγε τον αναγκαστικό εγκλεισμό για δεκαετίες αλλά ούτε και απέτρεψε και την απόπειρα δολοφονίας του από κάποιον φανατικό. Ούτε και βελτιώθηκε συνολικά η ανθρωπότητα.
Θα τα είχε αποφύγει εάν ο τίτλος του βιβλίου του ήταν όπως αυτού του άρθρου (Ευλογημένοι Στίχοι) και εάν έδινε διαφορετικά ονόματα στις γυναίκες (διαβάστε αλλού το γιατί το γράφω αυτό). Όπως ΔΕΝ πρόσεξαν προ ετών και οι δολοφονημένοι της Γαλλικής σατυρικής εφημερίδας.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ με τους “Αθλίους” του ή ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκυ (και καμία σύγκριση οι προαναφερθέντες) ενώ αγγίζουν τα σκληρότερα θέματα, μόλις ολοκληρώσεις τη μελέτη των βιβλίων τους έχεις γίνει καλύτερος άνθρωπος. Όχι όμως με τους (Μη Ευλογημένους) Στίχους κι ας μην τους έχω διαβάσει.