Τεύκρος Σακελλαρόπουλος – Conceptual Cinematography

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΚΡΗΕΣ

ΕΠΙΚΑΙΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟ

Βραδιές ἀποκρηᾶς. Δὲν ξέρω γιατί τὰ βράδυα αὐτὰ τὰ συνδέω μὲ τὰ βράδυα τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ χρόνου.

Ισως, γιατί ἔχουν μέσα τους τὴ σχέση τῆς ἀντιθέσεως, ἴσως γιατί ἀποτελοῦν ὁρόσημα μέσ’ τη ζωή μας.

Τις μέρες ποὺ ὁ χρόνος πλησιάζει νὰ φύγη καὶ ἕνας νέος νὰ τὸν διαδεχθῆ, κατασταλάζουν οἱ ἀναμνήσεις τοῦ χρόνου, ποὺ σβήνει κι’ ἀρχίζει ὁ ἀπολογισμὸς, τὶ εἶμαστε, τὶ ἀπετελέσαμε κατὰ τὸ διάστημα ποὺ πέρασε, κυττάζουμε μὲ ἀγωνία ποιές ρυτίδες ἄφησε, πόσες ἄσπρες τρίχες φωλιάζουν ἀκόμα μέσα στα μαλλιά μας καὶ θέτουμε τὶς βάσεις, γιὰ νέες ἐπιδιώξεις, νέους σκοπούς.

Οἱ βραδιὲς τῆς ἀποκρηᾶς ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὸ τὸ νόημα. Εἶναι νύκτες ποὺ ζητοῦμε τὴν λήθη. Νὰ λησμονήσουμε δοσμένοι μέσα εἰς τὴν δίνη τοῦ γλεντιοῦ, τὰ χρόνια ποὺ τὴν ψυχή μας ἔχουν πικράνει. Όλα τὰ χρόνια, ποὺ ἔχουν βαρύνει τὸ κορμί μας. Τόσο σ’ ἕνα χορὸ μασκὲ, ὅσο καὶ σ’ αὐτὸ ποὺ ἐπινοήσαμε καὶ τὸ ὀνομάσαμε «παιχνίδι τοῦ κρυμμένου θησαυροῦ», ἑκατοντάδες άτομα, ἄλλα λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας των, ἄλλα ομως μεγαλύτερα, ἀκόμη καὶ ἐπιστήμονες καὶ σοβαρά, ὅπως ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ χαρακτηρίσωμε, προσπαθούν νὰ γίνουν γιὰ μια στιγμὴ ἔστω, ἐκεῖνο ποὺ μόνο στο φτερούγισμα τοῦ πιο τολμηρού τους όνείρου νοσταλγοῦν νὰ γίνουν.

Βάζουμε τὴν μάσκα, ρούχινη, χαρτονένια ή δερμάτινη δὲν ἔχει σημασία.

Δὲν ἔχει καμμιά σημασία ἂν ἡ μάσκα αὐτὴ τους δείχνει ὡραίους, ἱπποτικοὺς, καλοὺς ἄσχημους, κακοὺς ἢ ἀποτρόπαιους. Οὔτε ἄν χαμογελὰ ἢ κλαίει, γιὰ μιὰ ἀνεξερεύνητη αἰτία.

᾿Αρκεῖ νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς προσέξουν, μιὰ καὶ δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα στὸν καθημερινό τους βίο, καὶ νὰ βγάλουν τὸ προσωπείο που μὲ ἱκανότητα μεγάλου ἀρχιτέκτονα ὁ κοινωνικός συμβιβασμὸς καὶ ἡ ἀδήριτη ἀνάγκη τῆς ζωῆς, ἡ ἄλλη μάσκα ποὺ ἐπί τόσο καιρό παλεύουνε καὶ προσπαθοῦνε ν’ αφαιρέσουν δὲν τὸ κατορθώνουν.

῎Αραγε νάναι αὐτὴ ἡ δίψα τοῦ λυτρωμοῦ ποῦ μᾶς κανει ἄλλους λίγο, ἄλλους πολὺ νὰ γίνουμε μασκοφόροι;

Άραγε νάναι αὐτὸ τὸ ὄνειρο, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ βραδυὰ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὰ δεσμά μας; Σκέψου, ή ζωή μας δὲν εἶναι ἄλλο παρά μια ἀναβολή. ᾿Αναβάλλαμε οσπου να τελειώσουμε το σχολεῖο. ᾿Αναβάλλαμε ὥσπου νὰ πάρουμε τὸ δίπλωμά μας. ᾿Αναβάλλαμε ώσπου νὰ βροῦμε δουλειά. ᾿Αναβάλλαμε ἀκόμα ὡς ὅτου δημιουργήσουμε μια οίκογένεια.

Τὰ βράδια ὅμως αὐτὰ δὲν ἔχει ἀναβολὴ. Μᾶς περιμένουν οἱ νύχτες τῆς ἀποκρηᾶς, πούναι γεμάτες ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ χειμῶνα καὶ τὶς ἐλπίδες τῆς ἀνοίξεως.

Ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν κάτω ἀπὸ τὴ μάσκα μας νὰ φανῆς ἐπί τέλους, άμασκάρευτος ὁ ἑαυτὸς μας, γεμάτος πάθη, μειονεκτήματα κοινωννικὰ καὶ μίσος πολλές φορές.

Τὰ βράδυα αὐτὰ, ἄλλοι μπορεῖ νὰ κλαίνε κάτω ἀπὸ τὴ μάσκια, κανεὶς δὲν θὰ τὸν δῆ “Αλλοι νὰ γελοῦν, κανείς δὲν θὰ τὸ νοιώση. Τι νύχτες αὐτὸς τὰ Τείχη που ὕψωσαν ή ζωή, οἱ ἐγωϊσμοι, τὰ συμφέροντα καὶ οἱ ἐπιδιώξεις· τὰ τείχη ποὺ αιώνια μᾶς χώριζαν, παρ’ όλο ποὺ περπατούμε καὶ ζοῦμε στοὺς ἴδιους δρόμους, τὰ βράδια αὐτὰ δὲν θὰ ὑπάρχουν.

Θὰ τὰ ρημάξη ἡ ἀκατάσχετη ὁρμὴ τοῦ πάθους κι’ ἡ ἀπελπισμένη ἐλπίδα τῆς φυγής.

Γιατί εἴμαστε δειλοί μπροστὰ στὶς προλήψεις καὶ τοὺς φραγμούς, ποὺ ὑψώθηκαν ἀμείλικτοι ἀπέναντί μας, ἀδύνατοι στὸ ν’ ἀκολουθήσουμε τὰ φτερουγίσματα τῆς ψυχῆς, ἀνίσχυροι νὰ μπορέσουμε νὰ ἀγαπήσουμε.

Κι’ όπως πόσες φορὲς δὲν αἱσθανθήκαμε πὼς κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ὑπολογισμού, καταπροδώσαμε τὰ ἱερώτερα συναισθήματα, ποὺ ἔκλεινε μέσα του ὁ ἑαυτός μας.

Τὰ βράδια ὅμως αὐτὰ δὲν ὑπάρχει κίνδυνος. Θὰ ξεθάψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας καὶ θὰ τὸν βγάλουμε στὴν ἐπιφάνεια.

Τόσο καλὰ μᾶς προασπίζει ή μάσκα μας, ὥστε δὲν ὑπάρχει κίνδυνος, τὸ περιβάλλον μας ποὺ τόσα χρόνια ἄλλως πως μᾶς ἔχει συνηθίσει, σὰν μᾶς δεῖ μὲ τὴν ἀληθινὴ μορφή μας, μήπως τρομάξει, μήπως μᾶς εἰρωνευθῆ, μήπως ἀκόμα μᾶς να γνωρίσει.

Λὲς καὶ χρόνια περιμέναμε τὴν στιγμὴ αὐτὴ γιὰ νὰ δώσουμε στὸν ἑαυτο μας τὸ δικαίωμα νὰ ζήση γιὰ λίγες στιγμὲς εἰλικρινής.

Τὸ αὔριο θὰ ξημερώση καὶ οἱ ρόλοι θὰ περιμένουν. Τοὺς ἔχουμε τόσα χρόνια συνηθίσει. Θὰ προβάλλουν στοὺς δρόμους ἀμασκάρευτοι, σοβαροί, ἀξιοπρεπεῖς, ὅπως πάντοτε, ἀλύγιστοι, δουλοπρεπείς, πόσοι ἀλήθεια ρόλοι περιμένουν!!.

Καὶ ποιός ἀμφιβάλλει πὼς μόλις τελειώσουν τὰ καρναβάλια προσμένει ἡ μασκαράτα τῆς ζωῆς:

“Ο κύριος “Αλφα, ή κυρία Βήτα, ή σεμνὴ δεσποινίς, ὁ σεμνὸς καὶ καλὸς νέος, ὁ διάσημος ἐπιστήμων μὲ τὴν μασκα τῆς ζωῆς, ποὺ ἔβγαλαν γιὰ μια μόνο στιγμή, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν βγάλουν για πάντα, γιατί ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑ ΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ίσως ενδιαφέρει και άλλους... (κοινοποιείστε)