Τεύκρος Σακελλαρόπουλος Columnist – Film Director – Screenwriter – Civil Engineer

Γιατί το 2050 απαγορεύτηκε η μετανάστευση των Ελλήνων στην Ευρώπη

Πολιτική Ανάλυση

Δεν άντεξα άλλο. Μάζεψα τα μπογαλάκια μου και πήρα το δρόμο το μακρύ. Ήμουν απελπισμένος. Η κρίση με είχε γονατίσει. Σκέφτηκα πολύ, σκέφτηκα καλά. Και αποφάσισα να ξεστρατίσω για μία πόλη με ευκαιρίες. Πήγα λοιπόν στο Monte Carlo.

Δεν γνωρίζω γιατί αποφάσισα τη συγκεκριμένη πόλη. Ίσως επειδή ήμουν επηρεασμένος από τους αγώνες της φόρμουλα ένα. Σβουυυυμ συνεχώς στο κεφάλι μου, όπως και τα αυτοκίνητα, έπεφταν και οι σκέψεις μου.

Μόλις έφτασα όμως εκεί, έπρεπε κάπου και να μείνω. Τι να κάνω ήταν ακριβή η διαμονή και αναγκάστηκα με τις λίγες οικονομίες μου να αγοράσω μία παραθαλάσσια έπαυλη στην Αντίμπ. Δεν ήταν τίποτα σπουδαία, μόλις 980 τμ, ούτε καν 1000, για όνομα του Θεού, με ένα οικοπεδάκι 16 στρεμμάτων, ακριβώς δίπλα στο κύμα στην Αντίμπ. Αποφάσισα να επιλέξω την Αντίμπ, διότι θυμόμουν πως είχα κάποτε έναν πίνακα του Πικάσο με τίτλο “Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν”. Επειδή είχε τότε αλλάξει το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν διαβάζαμε καθόλου και μπέρδεψα την Αβινιόν με την Αντίμπ και κατέληξα σε αυτό το σημείο. Το σπίτι είχε και δύο πισίνες , μία μεγάλη και μια μικρότερη, μία λιμνούλα με νούφαρα και βατράχια καθώς και 500 τμ χώρο για αυτοκίνητα.

Ένοιωσα με την αγορά αυτή ανακουφισμένος! Επιτέλους έβαλα ένα κεραμίδι επάνω απ΄ το κεφάλι μου!

Μετά όμως ήταν οι μετακινήσεις. Δεν είχε ούτε λεωφορεία ούτε τακτική συγκοινωνία μεταξύ Αντίμπ και Μόντε Κάρλο. Με τι θα κυκλοφορούσα, με… πατίνι; Άλλο πρόβλημα πάλι. Τι να κάνω κι εγώ ο άνθρωπος, πηγαίνω στην αντιπροσωπεία της Ferrari και αγοράζω μία. Αλλά έχουμε και ένα πρόσωπο στην κοινωνία. Δεν μπορώ να πηγαίνω παντού με ένα σπορ αυτοκίνητο. Ποιός είμαι τέλος πάντων, τέτοια ξευτίλα; Ε, αγόρασα και μία Rolls Royce για τις περισσότερο επίσημες συναντήσεις μου. Όλα κι όλα απένταρος, αλλά δεν θα γίνω γύφτος (ωχ, την έβαψα, εννοούσα roma). Τα Datsun εξ΄ άλλου εξέλειπαν πριν από δεκαετίες.

Καλά όλα αυτά, αλλά η ανεργία; Έλυσα τα βασικά θέματα επιβίωσης, αλλά πώς θα κερδίζω τα προς το ζην; Τι να κάνω ο άνθρωπος, τα έβαλα από εδώ τα έβαλα από κει, τι ήξερα καλύτερα να κάνω; Τόσα χρόνια γκαρσόνια των Ευρωπαίων είμαστε που θα πήγαινα; Οπότε και σκέφτηκα με τις τελευταίες πλέον οικονομίες μου να αγοράσω το… επτάστερο Οτέλ ντε Παρί. Ήταν ένας ξεπεσμός, δεν λέω, αλλά απαιτούνται και θυσίες στη ζωή.

Κάπως έτσι οργάνωσα τη ζωή μου. Κάθε ημέρα μία ρουτίνα. Το πρωί κολύμπι στη πισίνα, μετά με τη Rolls για δουλειά, καταλαβαίνετε ιδιότροποι πελάτες, όχι το χαβιάρι δεν ήταν εντελώς μαύρο, όχι η σαμπάνια δεν ήταν του 1955, εντάξει τα φυσιολογικά ζητήματα.

Κάποιο απόγευμα ξεκουραζόμουν στον κήπο μου πίνοντας το ουισκάκι μου Chivas (εννοείται των 12 ετών), καπνίζοντας τα Cohiba μου και παρατηρώντας τα βατραχάκια να κάνουν κουάξ και να παίζουν με τα νούφαρα, διότι η πισίνα είχε δίπλα της και μία λιμνούλα. Εκεί λοιπόν μέσα στην ησυχία της Αντίμπ, ακούγοντας τα κύματα της Μεσογείου, μαζί με τον “Αλήτη” του άτυχου Κώστα Καφάση και χαϊδεύοντας το πρόσωπό μου με το γλυκό αεράκι, εμφανίζεται από το πουθενά ένας τύπος.

Αμάν σκέφτηκα! Πώς μπήκε μέσα; Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάτι γνώριμο είχε στην φιγούρα του, κάτι μου θύμιζε. Έντρομος σηκώνομαι από την σεζ λόνγκ μου, μου πέφτει και το κρυστάλλινο (από τη Σαβοΐα) ποτήρι μου, χύνεται το ουίσκι στην Prada παντόφλα μου και καίγομαι και από την καύτρα του Cohiba μου!

Disaster!

“Ποιος είσαι ρε φίλε”, του λέω “και πώς μπήκες μέσα; Και για να σου πω και την αλήθεια κάτι μου θυμίζεις. Σε ξέρω;”
“Άκου φιλαράκι” μου λέει, χωρίς να μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπό του.
“Όταν πριν τριάντα χρόνια ήσουν στην Ελλάδα, διάβαζες μήπως τον… Αρκά;”
“Μα.. φυσικά και τώρα αρχίζω και αμυδρά επαναφέρω στο νου μου τα σκίτσα του.”
“Ωραία, λοιπόν. Θυμάσαι έναν τύπο με μία καπαρντίνα και ένα δρεπάνι στο χέρι και με… μαύρο χιούμορ;”
“Ρε μη μου πεις; Εσύ είσαι; Τι μου θύμισες! Ναι, αλλά γιατί ήρθες; Δεν θυμάμαι να ερχόσουν ποτέ για καλό.”
-“Ας μη διάβαζες Αρκά, τότε! Αλλά το χιούμορ μου δεν το χάνω ποτέ, ακόμα και αυτή τη στιγμή. Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;”
Κι εγώ χωρίς να το πολύ-σκεφτώ απάντησα χαζά:
“T’ αφήνω όλα στα βατράχια μου!”

Από τότε οι γάτες απόγονοι της Choupette του Καρλ Λάγκερφελντ μισούν θανάσιμα τα βατράχια του Καραμήτρου απ’ του Πανουχώρι.

Συνέπεια: Το 2050 έκλεισαν τα σύνορα για τους Έλληνες μετανάστες στην Ευρώπη!
Κουάξ!