Πριν από πολλές δεκαετίες, εκεί στα μέσα του 80, ο αδελφός μου ήθελε να γράψει και να δημοσιεύσει ένα άρθρο σχετικά με μία διαμάχη, η οποία ταλάνιζε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία της Πάτρας. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ συγκεκριμένα, αλλά ήταν από αυτές τις διαμάχες όπου τα προσωπικά ποταπά κίνητρα μεταμφιέζονται σε κοινωνικά θέματα, ώστε να αποτελέσουν εφαλτήρια πολιτικής ανέλιξης.
Πολλές καριέρες χτίστηκαν στο ψέμμα και πολλές δομικές αλλαγές συνέβησαν. Δεν ήταν ότι είχε κάποιος όλο το δίκιο –κάθε άλλο!- αλλά φυσικά ούτε και αυτό ενδιέφερε κανέναν. Ποιος θα ωφεληθεί ήταν το ζητούμενο με θύματα φυσικά τους πολλούς απλούς ανθρώπους.
Ο αδελφός μου λοιπόν, ο οποίος δεν είναι στη ζωή από τα 2016 και σποραδικά αρθρογραφούσε με επιτυχία, θέλησε να αναφερθεί και να λάβει θέση για ένα θέμα, με το οποίο εμείς ως οικογένεια δεν είχαμε καμία απολύτως σχέση, ούτε εμπλοκή ούτε τίποτα. Μην προσθέσω και γνώση ακριβώς των συνθηκών, πέραν των όσων διαβάζαμε. Ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε για το άρθρο. Φαινόταν πόσο στρεβλή κατεύθυνση είχε λάβει το ζήτημα και πως είχε μετεξελιχθεί σε αυτά, τα οποία έγραψα προηγουμένως. Στην μεταξύ τους λοιπόν αντ-επιχειρηματολογία ο πατέρας μου του αντέτεινε το εξής επιχείρημα:
“Γιατί να κάνεις έναν άνθρωπο εχθρό σου, όταν μπορείς να έχεις έναν φίλο (ή έστω ΜΗ εχθρό)!”
Δεν ήταν επιχείρημα υπεκφυγής ή ίσων αποστάσεων ή (“κοίταξε τη δουλίτσα σου και μην ασχολείσαι”), διότι ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του πατέρα μου κάθε άλλο παρά αυτή ήταν… και το πλήρωνε συνεχώς. Ήταν ένα επιχείρημα ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ! “Έβλεπε” αυτό, το οποίο ο αδελφός μου δεν μπορούσε να διακρίνει: πως είναι ένα παιγνίδι άγριων συμφερόντων και πως όποιος εμπλεκόταν στο ενδιάμεσο με οποιονδήποτε τρόπο θα ήταν ο βαριά χαμένος, πέραν των γνωστών θυμάτων της υπόθεσης.
Το άρθρο δεν γράφτηκε ποτέ κι εγώ επίσης ποτέ μου δεν ξέχασα αυτόν τον απαράβατο νόμο της διπλωματίας… από ένα άρθρο, το οποίο δεν γράφτηκε ποτέ…